Η ανάλυση, η οποία περιελάμβανε σχεδόν 4.000 ασθενείς με πολλαπλό μυέλωμα, αποκάλυψε ότι οι ασθενείς επέδειξαν χειρότερη επιβίωση χωρίς εξέλιξη και συνολική επιβίωση σε έξι από τις επτά συνήθεις θεραπείες σε σύγκριση με τους ασθενείς που αξιολογήθηκαν σε τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές.
Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Alissa Visram, η οποία παρουσίασε τα αποτελέσματα στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Αιματολογίας (ASH), δήλωσε ότι τα ευρήματα πιθανότατα θα αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο μιλάει στους ασθενείς της για τα αποτελέσματα των προτεινόμενων θεραπευτικών αγωγών κατά της νόσου.
«Πιθανότατα θα παρουσιάζω και τα δεδομένα της πραγματικής ζωής και αυτά της κλινικής δοκιμής και θα τους δίνω την αίσθηση του καλύτερου σεναρίου», δήλωσε η κυρία Visram κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου της ASH και συμπλήρωσε ότι θα προειδοποιεί επίσης τους ασθενείς της ότι οι αριθμοί του πραγματικού κόσμου αντικατοπτρίζουν το πώς τα πάνε στην πραγματικότητα οι άνθρωποι που λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα.
Η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων για το πολλαπλό μυέλωμα παραμένει ασαφής εκτός του πλαισίου των κλινικών δοκιμών, εξήγησε η Visram, του Τμήματος Αιματολογίας στο Ερευνητικό Ινστιτούτο του Νοσοκομείου της Οτάβα. Τα αποτελέσματα των τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών αποτελούν τη βάση για την έγκριση φαρμάκων, αλλά πολλοί ασθενείς στον πραγματικό κόσμο δεν πληρούν τα «αυστηρά» κριτήρια ένταξης στις δοκιμές.
Γιατί ξεκίνησε η μελέτη
Η κυρία Visram και οι συνεργάτες της ξεκίνησαν την τρέχουσα μελέτη προκειμένου να κατανοήσουν καλύτερα τις πιθανές διαφορές μεταξύ των αποτελεσμάτων της πραγματικότητας και αυτών που προκύπτουν από τις κλινικές δοκιμές. Στην ανάλυση, οι ερευνητές συνέκριναν τα αποτελέσματα στον πραγματικό κόσμο μεταξύ των ασθενών που έλαβαν επτά τυπικά θεραπευτικά σχήματα σχήματα κατά του πολλαπλού μυελώματος που καλύπτονται από το δημόσιο σύστημα υγείας του Οντάριο με τα αποτελέσματα των ασθενών που αναφέρθηκαν σε τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές φάσης 3.
Η αναδρομική μελέτη περιελάμβανε 3951 ασθενείς με νεοδιαγνωσθέν και ανθεκτικό πολλαπλό μυέλωμα που υποβλήθηκαν σε θεραπεία από το 2007 έως το 2020 στο Οντάριο. Τα σχήματα για νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς που δεν ήταν κατάλληλοι για μεταμόσχευση περιλάμβαναν σύνθεση λεναλιδομίδης και δεξαμεθαζόνης και τριπλή θεραπεία με βορτεζομίμπη, λεναλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη. Τα σχήματα για ασθενείς με υποτροπιάζουσα νόσο περιλάμβαναν πομαλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη ή καρφιλζομίμπη και δεξαμεθαζόνη, καθώς επίσης και τριπλούς συνδυασμούς που περιλάμβαναν καρφιλζομίμπη, λεναλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη.
Συνολικά, η Visram και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς στον πραγματικό κόσμο παρουσίασαν χειρότερη συνολική επιβίωση για έξι από τα επτά σχήματα που αξιολογήθηκαν με τον συγκεντρωτικό λόγος κινδύνου [HR], να διαμορφώνεται στο 1,75 ή P = 0,010.
Οι ασθενείς στον πραγματικό κόσμο είχαν επίσης χειρότερη επιβίωση χωρίς εξέλιξη για έξι από τα επτά σχήματα (συγκεντρωτική HR, 1,44; P = 0,034).
Για όλα αυτά τα σχήματα, η επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου ήταν τουλάχιστον 3-18 μήνες μεγαλύτερη στην ομάδα της κλινικής δοκιμής, ενώ η διάμεση συνολική επιβίωση ήταν τουλάχιστον 19 μήνες μεγαλύτερη σε σύγκριση με τους ασθενείς του πραγματικού κόσμου, εξήγησε η Visram και συμπλήρωσε πως το μόνο σχήμα με συγκρίσιμα αποτελέσματα στην κλινική δοκιμή και στον πραγματικό κόσμο ήταν η πομαλιδομίδη και η δεξαμεθαζόνη. Ένας λόγος θα μπορούσε να είναι ότι οι ασθενείς που έλαβαν πομαλιδομίδη συν δεξαμεθαζόνη στο πλαίσιο της κλινικής δοκιμής είχαν παρόμοια ή πιο προχωρημένη νόσο από εκείνους στο πλαίσιο του πραγματικού κόσμου.
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν παρόμοιες μεταξύ της ομάδας της κλινικής μελέτης και αυτής της πραγματικότητας.
«Το επόμενο βήμα», δήλωσε η Visram, «θα είναι να διερευνηθεί τι είναι αυτό οδηγεί στις διαφορές στα αποτελέσματα. Μερικά από τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν: Είναι οι ασθενείς στο περιβάλλον του πραγματικού κόσμου ηλικιωμένοι ή πιο εύθραυστοι; Έχουν πιο προχωρημένη νόσο; Χρησιμοποιούνται τα θεραπευτικά σχήματα με διαφορετικό τρόπο;»
Ο Mikkael A. Sekeres, MD, MS, του Sylvester Comprehensive Cancer Center του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι, στο Μαϊάμι της Φλόριντα, σε προηγούμενη ενημέρωση τύπου της ASH, εξήγησε ότι η διαφορά πιθανότατα οφείλεται στην υγεία του ασθενούς. Οι ασθενείς σε αυτούς τους τύπους κλινικών δοκιμών «είναι απλά αυτά τα παρθένα δείγματα ανθρώπων, εκτός από τον καρκίνο που αντιμετωπίζεται», δήλωσε ο Sekeres, .
Η Cynthia E. Dunbar, MD, επικεφαλής του κλάδου μεταφραστικής βιολογίας βλαστικών κυττάρων στο Εθνικό Ινστιτούτο Καρδιάς, Πνευμόνων και Αίματος και γραμματέας της ASH, σημείωσε ότι οι ασθενείς σε κλινικές δοκιμές έχουν και άλλα πλεονεκτήματα. «Οι ασθενείς που είναι σε θέση να εγγραφούν σε κλινικές δοκιμές είναι πιο πιθανό να είναι σε θέση να εμφανιστούν στο θεραπευτικό κέντρο τη σωστή στιγμή και για κάθε δόση, να έχουν μεταφορικό μέσο και να μπορούν να πληρώνουν φάρμακα για την πρόληψη των παρενεργειών. Αυτοί οι ασθενείς επίσης μπορεί να παραμείνουν στο φάρμακο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή έχουν νοσηλευτές που τους ενθαρρύνουν πάντα για το πώς να τα καταφέρουν να ξεπεράσουν μια δύσκολη κατάσταση ή την τοξικότητα».
Η Dunbar δήλωσε επιπλέον ότι οι αιματολόγοι και οι ασθενείς θα πρέπει να θεωρούν ότι οι τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές είναι «το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και ίσως να προσαρμόζουν τη σκέψη τους εάν ένας μεμονωμένος ασθενής είναι μεγαλύτερος, πιο άρρωστος ή λιγότερο ικανός να ακολουθήσει επακριβώς ένα σχήμα».
Πηγή: Medscape
Έρευνα: https://ash.confex.com/ash/2023/webprogram/Paper189506.html