Τόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας όσο και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Λοιμώξεων εκτιμούν ότι ο COVID-19 θα επιστρέψει, υπενθύμισε ο Σ. Τσιόδρας.
Ο Καθηγητής Λοιμωξιολογίας μιλώντας στην εναρκτήρια εκδήλωση του κύκλου διαδικτυακών συζητήσεων της Ελληνικής Προεδρίας, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, αναφέρθηκε στην έλευση 2ου κύματος της νόσου διεθνώς.
«Οι κορονοϊοί είναι περίεργοι τύποι ιών. Στο παρελθόν έχουν δείξει σταθεροποίηση της κυκλοφορίας τους», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τσιόδρας προσθέτοντας πως έχει παρατηρηθεί ότι έχουν τη δυνατότητα «να προκαλούν τακτικές εποχικές εξάρσεις του κοινού κρυολογήματος».
«Ελπίζουμε ότι έτσι θα εξελιχθεί και αυτός και με την κυκλοφορία ενός αποτελεσματικού εμβολίου θα μπορέσουμε να τον καταστείλουμε.
Η καραντίνα που επιβλήθηκε στη χώρα αποδείχθηκε 80% αποτελεσματική στον περιορισμό της διασποράς της νόσου, σύμφωνα με μελέτη της ομάδας της Καθηγήτριας Β. Σύψα, που εξέτασε τις επαφές κρουσμάτων κατά τη διάρκεια του lockdown.
Προετοιμασία για το 2ο κύμα
Στο επίκεντρο της προετοιμασίας για το δεύτερο κύμα η προσοχή στρέφεται στη βελτίωση των υπηρεσιών υγείας που παρέχονται και στην ασφάλεια των ασθενών.
«Πρέπει να διατηρήσουμε ένα πλήρες και λειτουργικό ιατρικό μητρώο ασθενών COVID-19», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τσιόδρας, με ψηφιοποίηση όλης της διαδικασίας.
Ακόμη, χρειάζεται βελτίωση νοσοκομειακών δεικτών που αφορούν σε άλλα θέματα ασφαλείας των ασθενών, όπως οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις από πολυανθετιοκούς μικροοργανισμούς, που είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα για τα ελληνικά νοσοκομεία, η αναλογία νοσηλευτή-τριας ανά ασθενείς, ο έλεγχος της ποιότητας και της ασφαλείας κλπ.
Σημαντικό πεδίο είναι και η ενίσχυση της ΠΦΥ για τις μακρινές μία αστικές περιοχές.
«Εν μέσω της πανδημίας ορίστηκαν κάποια κέντρα υγείας COVID-19, σε αστικές περιοχές για να υποστηρίξουν και να αποσυμπιέζουν τα δημόσια νοσοκομεία», ανέφερε ο κ.Τσιόδρας.
Συμπλήρωσε, όμως, πως χρειάζονται υπηρεσίες πρωτοβάθμιας υγείας σε όλη τη χώρα, «που δεν θα φοβούνται να αντιμετωπίσουν τέτοιες καταστάσεις. Υπήρξε μεγάλη στήριξη από την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας αλλά χρειάζεται περισσότερη».
Υγειονομικοί και COVID-19
Σύμφωνα με τον Καθηγητή, το 0,2% των υγειονομικών προσβλήθηκε από τον νέο κορονοϊό, που σε αναλογία με το σύνολο των θετικών κρουσμάτων της χώρας, αποτελούν το 10%.
Είναι σημαντική η παραμονή στο σύστημα υγείας όσοι εντάχθηκαν εν μέσω της πανδημίας, εκτίμησε ο κ. Τσιόρας, σχολιάζοντας τις κινήσεις που έγιναν από το Υπουργείο Υγείας για την αντιμετώπιση της απουσίας επαρκούς εκπαιδευμένου προσωπικού. Για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις προσελήφθησαν 4.150 άτομα, όπως γιατροί και νοσηλευτές καθώς και λοιπό προσωπικό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε και ο κ. Τσιόρας, πρόκειτο για 495 γιατρούς, 2085 νοσηλευτές και νοσηλεύτριες και 1570 άτομα διαφόρων άλλων ειδικοτήτων.
ΜΕΘ
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι ανάγκες των ασθενών με COVID-19 που θα χρειάζονταν νοσηλεία σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας δημιουργήθηκε ένα «διπλό σύστημα», όπως εξήγησε ο κ Τσιόρας.
Συστήθηκαν λοιπόν κλίνες ΜΕΘ COVID-19 που αυξήθηκαν σε αριθμό, μετατρέποντας κρεβάτια από άλλες κλινικές, όπως καρδιολογικές ή άλλων τομέων των νοσοκομείων, σε κλίνες COVID-19. Άλλου είδους κλίνες (όπως ΜΑΦ ή ΜΕΘ του ιδιωτικού τομέα) χρησιμοποιήθηκαν για τη νοσηλεία ασθενών με άλλα προβλήματα υγείας.
Έτσι από 5.5 κλίνες ανά 100.000 άτομα πληθυσμού στα τέλη Απριλίου φθάσαμε στις 9.4 κλίνες ανά 100.000 άτομα.
Η αποτελεσματικότητα των μέτρων περιορισμού (lockdown) οδήγησε στην αξιοποίηση τελικά μόνο 2,6 κλινών ΜΕΘ ανά 100.000 άτομα πληθυσμού.
Στόχος όμως είναι ο αριθμός των διαθέσιμων κρεβατιών ΜΕΘ να αυξηθεί περισσότερο έως το τέλος του έτους φθάνοντας τις 11,1 ανά 100.000 άτομα, κοντά δηλαδή στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.