Η απροσδόκητη απώλεια του εμβρύου μπορεί να οδηγήσει τις επίδοξες μητέρες σε έντονη θλίψη, η οποία είναι πιθανόν να εξελιχθεί σε ψυχικές διαταραχές, όπως σε κατάθλιψη, άγχος και σε διαταραχή μετατραυματικού στρες. Οι άνδρες τείνουν να επηρεάζονται λιγότερο μετά από μια αποβολή και επομένως διατρέχουν χαμηλότερο ψυχολογικό κίνδυνο.
Μια γερμανική μελέτη που εξέτασε τον αντίκτυπο των πολλαπλών αποβολών σε 105 ζευγάρια και 17 γυναίκες το επιβεβαίωσε. Μετά από τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων για την εκτίμηση του επιπολασμού του μετατραυματικού στρες (με το άγχος, την κατάθλιψη, την έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης και τις ανεπαρκείς στρατηγικές αντιμετώπισης να αποτελούν παράγοντες κινδύνου), διαπιστώθηκε ότι το 13,7% των γυναικών έναντι 3,9% των ανδρών βιώνουν μετατραυματικό στρες, με τον αριθμό των αποξέσεων να παίζει καθοριστικό ρόλο στη σοβαρότητα του.
«Συγκλονιστικό γεγονός για το ζευγάρι»
«Η απώλεια μιας εγκυμοσύνης είναι ένα συγκλονιστικό γεγονός για το ζευγάρι και όταν επαναλαμβάνεται μετατρέπεται σε τραυματική εμπειρία», επισημαίνει ο Μαιευτήρας – Χειρουργός Γυναικολόγος δρ Ηλίας Μεταξάς.
«Οι γυναίκες που έχουν βιώσει περισσότερες από μία αποβολές απογοητεύονται και παρά την επιθυμία τους να αποκτήσουν απογόνους είναι επιφυλακτικές για το μέλλον, συχνά φοβισμένες. Σε πολλές η εμπειρία προκαλεί μετατραυματικό στρες, ιδίως σε εκείνες που δεν έχουν άλλο παιδί, προηγούμενη απώλεια εγκυμοσύνης ή την ανάλογη υποστήριξη.
Τις απαντήσεις για τους λόγους που μια γυναίκα αποβάλλει κατ’ εξακολούθηση καλούνται να δώσουν οι επιστήμονες αναπαραγωγικής ιατρικής και μέχρι σήμερα έχει διαπιστωθεί ότι σε αυτούς περιλαμβάνονται, γενετικές ανωμαλίες, ανωμαλίες της μήτρας, κληρονομική και επίκτητη θρομβοφιλία, ενδοκρινολογικές και μεταβολικές διαταραχές, λοιμώξεις, περιβαλλοντικοί και συμπεριφορικοί παράγοντες. Όμως, στο 50% των περιπτώσεων η αιτιολογία είναι άγνωστη», προσθέτει ο ίδιος.
Το ποσοστό των γυναικών που χάνουν κατ’ εξακολούθηση τα έμβρυα που κυοφορούν είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, διότι υπάρχει ποικιλία ορισμών και κριτηρίων. Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας και η Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής ορίζουν την υποτροπιάζουσα απώλεια εγκυμοσύνης ως την απώλεια δύο ή περισσοτέρων διαδοχικών κυήσεων πριν από τις 24 εβδομάδες κύησης, ενώ το Βασιλικό Κολέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων τριών ή περισσοτέρων. Υπολογίζεται ότι το ποσοστό ανέρχεται στο 2,5% των γυναικών που προσπαθούν να συλλάβουν, κατά μέσο όρο.
Καθοριστικός παράγοντας η ηλικία
Η ηλικία είναι καθοριστική των πιθανοτήτων για πολλαπλές αποβολές. Για παράδειγμα, ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες μεταξύ 20-24 ετών είναι 0,13%, ενώ στις γυναίκες 40-44 ετών αυτός εκατονταπλασιάζεται (13,3%).
Το πρόβλημα συχνά υποβαθμίζεται ως ένα απλό θέμα σωματικής υγείας που έχει απλώς(!) ψυχολογικές συνέπειες (στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις). Αυτές, όμως, είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικές, ιδίως για εκείνες τις γυναίκες που προέρχονται από κοινωνίες στις οποίες η θέση και η αξία τους καθορίζονται από την ικανότητά τους να συλλάβουν και να χαρίσουν στον σύζυγο και στην οικογένεια απογόνους.
Σε όλες τις γυναίκες που έχουν πολλαπλές αποβολές οφείλεται μεγάλη προσοχή, κατάλληλη διαγνωστική προσέγγιση και αποτελεσματική αντιμετώπιση των αιτιών που οδηγούν σε αυτές, ώστε οι υποτροπές να αποτρέπονται και οι προσπάθειες ζωντανού τοκετού να ευοδώνονται.
«Η διαγνωστική προσέγγιση έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί τα αίτια που μπορούν να οδηγήσουν σε αποβολές είναι πολλά. Το ιστορικό, η κλινική εξέταση, η γυναικολογική εξέταση και το ενδοκολπικό υπερηχογράφημα των γεννητικών οργάνων δίνουν πολλές πληροφορίες για να κατευθύνουμε την έρευνά μας.
Ο έλεγχος για τις θρομβοφιλίες, που αναφέραμε πιο πάνω, ο καρυοτυπικός έλεγχος των χρωμοσωμάτων του ζεύγους, η ανάλυση του σπέρματος όσων αφορά τον κατακερματισμό του DNA και τον οξειδωτικό δείκτη, ο έλεγχος του μικροβιώματος της ενδομητρικής κοιλότητας, η υστεροσαλπιγγογραφία επίσης μας βοηθούν.
Διαγνωστική υστεροσκόπηση
Τέλος, ιδιαίτερη σημασία δίνουμε στη διαγνωστική υστεροσκόπηση. Είναι μια απλή και οικονομική εξέταση που επιτρέπει την άμεση απεικόνιση της κοιλότητας της μήτρας (ενδομήτριο). Επιλέγεται για τη διερεύνηση και αποκατάσταση της ανατομίας της, τη διάγνωση και τη θεραπεία συγγενών ανατομικών παθολογιών της, την αξιολόγηση της ανεξήγητης υπογονιμότητας και των επαναλαμβανόμενων αποβολών, καθώς και τη διαχείρισή τους.
Επιτρέπει την άμεση αντιμετώπιση πολυπόδων, ινομυωμάτων, διαφράγματος και συμφύσεων (ουλώδους ιστού που σχηματίζεται μέσα στη μήτρα από μόλυνση ή προηγούμενη χειρουργική επέμβαση), παράγοντες που συνδέονται με τον κίνδυνο απώλειας της εγκυμοσύνης. Μια παλαιότερη μελέτη έδειξε ότι ο επιπολασμός των ανωμαλιών της μήτρας σε ασθενείς με επαναλαμβανόμενες αποβολές ξεπερνά το 50%, με τη διαφραγματική (διθάλαμο) μήτρα να είναι η πιο συχνή.
Είναι ένα χρήσιμο εργαλείο στη διάγνωση και θεραπεία των αιτιών που προκαλούν επαναλαμβανόμενες αποβολές, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια, υπό αναισθησία ή χωρίς. Πραγματοποιείται με το υστεροσκόπιο, μια λεπτή συσκευή που μοιάζει με τηλεσκόπιο, το οποίο τοποθετείται στη μήτρα μέσω του κόλπου και του τραχήλου. Φέρει μια μικροσκοπική κάμερα, η οποία συνδέεται με ένα μόνιτορ και μεταδίδει την εικόνα της μήτρας.
Είναι ελάχιστα επεμβατική διαδικασία που απαιτεί σύντομο χρόνο ανάρρωσης όταν πραγματοποιείται για τον συγκεκριμένο λόγο. Οι περισσότερες γυναίκες επιστρέφουν αυθημερόν ή τη επόμενη ημέρα στο σπίτι τους.
Σε έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Journal of Endometriosis and Uterine Disorders, η διερεύνηση των αιτιών των επαναλαμβανόμενων αποβολών με υστεροσκόπηση αποκάλυψε αλλοιώσεις της μήτρας στο 39% των συμμετεχουσών γυναικών.
Η συχνότητα των δυσπλασιών της μήτρας και των διαταραχών του ενδομητρίου είναι επομένως υψηλή, ακόμα και σε γυναίκες με μόνο δύο αποβολές, και η υστεροσκόπηση είναι ο καλύτερος τρόπος για τη διερεύνησή τους», καταλήγει ο δρ Μεταξάς.