Το προφίλ υγείας της Ελλάδας καταγράφει η καθιερωμένη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, αναδεικνύοντας τα χαρακτηριστικά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Στόχος της έκθεσης είναι να ενισχύσει τον σχεδιασμό των πολιτικών που σχετίζονται με την υγεία. Παρά τις προσπάθειες η χώρα μας συνεχίζει να δαπανά λιγότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην Υγεία, με τους πολίτες να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για φάρμακα και υπηρεσίες, αλλά και τα νοσοκομεία να πασχίζουν να φθάσουν τα αντίστοιχα των ευρωπαϊκών κρατών.
Σύμφωνα με την έκθεση, γενικά ο πληθυσμός της Ελλάδας εμφανίζει καλή υγεία, με υψηλότερο προσδόκιμο ζωής από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στο σύστημα υγείας είναι σε εξέλιξη από το 2010, μεταξύ αυτών Η ενίσχυση και διεύρυνση υπηρεσιών δημόσιας πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Παράλληλα, υπήρξε επανεστίαση στην πρόληψη και την αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου μέσα από ένα νέο εθνικό σχέδιο δημόσιας υγείας. Προκλήσεις παραμένουν στην διασφάλιση της πρόσβασης σε προσιτή οικονομικά φροντίδα, ειδικά στο πλαίσιο Υ ιδιωτικών πληρωμών και των επιπτώσεων της πανδημίας.
Η κατάσταση της Υγείας & οι παράγοντες κινδύνου
Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα το 2020 ήταν υψηλότερο κατά περίπου μισό χρόνο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παρότι έπεσε παροδικά κατά έξι μήνες την περίοδο μεταξύ του 2019 και του 2020, αποτέλεσμα των θανάτων από την COVID-19. Οι κυρίαρχες αιτίες θανάτου το 2018 ήταν η ισχαιμική καρδιακή νόσος, το εγκεφαλικό και ο καρκίνος του πνεύμονα. Πριν την πανδημία ή αυτό αναφερόμενη καλή υγεία στον πληθυσμό ήταν υψηλή αλλά οι Έλληνες ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα ψυχολογικής δυσχέρειας συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ένας στους τέσσερις ενήλικες στην Ελλάδα καπνίζει καθημερινά, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν και τα ποσοστά καπνίσματος στα άτομα 15 ετών είναι χαμηλότερα από εκείνα των ενηλίκων , Η αυξανόμενη δημοτικότητα των ηλεκτρονικών τσιγάρων προκαλεί ανησυχία. Τα ποσοστά παχυσαρκίας τους ενήλικες είναι αντίστοιχα με εκείνα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά ο επιπολασμός της παιδικής παχυσαρκίας αυξάνεται σταδιακά. Σε αντίθεση, η Ελλάδα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ στους ενήλικες στην ΕΕ.
Σύστημα υγείας και δαπάνες
Όπως τονίζεται στην έκθεση, οι δαπάνες υγείας στην Ελλάδα αυξάνονται με αργούς ρυθμούς, αλλά παραμένουν πολύ χαμηλότερα σε σχέση με την ΕΕ. Οι κατά κεφαλήν θα πάνες υγείας στην Ελλάδα (EUR 1.603) συνεχίζουν να είναι αρκετά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (EUR 3.523). Αυτό ισούται με 7,8% του Α.Ε.Π. συγκριτικά με 9,9% στην EE το 2019.
Ιστορικά, οι δαπάνες υγείας στην Ελλάδα ήτανε πολύ χαμηλότερα από τον μ.ο. της Ε.Ε., ενώ ευρεία μέτρα αποτελεσματικότητας και ελέγχου του κόστους εισήχθησαν μετά την οικονομική κρίση οδηγώντας σε μεγάλες μειώσεις. Από το 2015 η τάση αυτή έχει αναστραφεί, με μικρές αλλά σταθερές αυξήσεις δαπανών. Η κρίση της COVID 19 οδήγησε σε επιπλέον ενέσεις χρηματοδότησης το 2020 για την στήριξη του τομέα της υγείας.
Σχεδόν το 60% των δαπανών υγείας της Ελλάδας προέρχεται από το Δημόσιο (το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό μετά την Κύπρο και κατά πολύ χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, 80%) ενώ ένα πολύ υψηλό ποσοστό (35%) προέρχεται από ιδιωτικές δαπάνες των νοικοκυριών, κυρίως σε συμμετοχές για φαρμακευτικά προϊόντα και απευθείας πληρωμές για υπηρεσίες εκτός ασφάλισης, σε ιδιώτες ειδικούς, νοσηλευτική φροντίδα και οδοντιατρική φροντίδα. Η ιδιωτική ασφάλιση υγείας είναι αρκετά περιορισμένη, αντιστοιχώντας στο 5% των συνολικών δαπανών υγείας.
Με δεδομένο ότι η Ελλάδα έχει συνολικά χαμηλότερες δαπάνες υγείας, η χώρα δαπάνησε λιγότερο κατά κεφαλήν σε όλες τις λειτουργίες του συστήματος υγείας του 2019, ιδίως σε εξωνοσοκομειακές και μακροχρόνιες υπηρεσίες, συγκριτικά με τον ευρύτερο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως μερίδιο των τρεχουσών δαπανών υγείας, 44% της συνολικής δαπάνης υγείας αφορούσε σε νοσοκομειακές υπηρεσίες, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Ρουμανία (μ.ο. ΕΕ 29%). Σχεδόν το 30% των πόρων δαπανήθηκε σε φαρμακευτικά προϊόντα στο φαρμακείο και σε ιατρικά προϊόντα, κατά πολύ υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 18 %, καταδεικνύοντας υψηλές ιδιωτικές πληρωμές από τα νοικοκυριά. Η Ελλάδα δαπανά συγκριτικά λιγότερα στην μακροχρόνια περίθαλψη, μόλις 1,7 5% των συνολικών δαπανών συγκριτικά με ένα κατά πολύ υψηλότερο ποσοστό του 16,3% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ τα ποσά που πάνε στην πρόληψη είναι από τα χαμηλότερα, με 1,4% συγκριτικά με το 2,9% του μ.ο. της ΕΕ.
Όπως αναφέρει η έκθεση, το σύστημα υγείας παρέχει σχεδόν καθολική κάλυψη και ένα ενοποιημένο πακέτο παροχών. Το 2016, η χώρα μας επέκτεινε την κάλυψη σε δημόσιες δομές για τους ανασφάλιστους πολίτες. Το ΕΣΥ προσφέρει πρόσβαση σε υπηρεσίες τόσο πρωτοβάθμιας φροντίδας όσο και νοσοκομειακές και εξωνοσοκομειακές, διαγνωστικές αλλά και σε ειδικούς γιατρούς. Ωστόσο από το 2012 η κυβερνά η κυβέρνηση έβαλε όριο στις ιατρικές επισκέψεις που αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ σε μία προσπάθεια ελέγχου της τεχνητής ζήτησης. Αυτό ίσως οδήγησε σε ορισμένες περιπτώσεις, ασθενείς να έχουν καθυστερήσει να λάβουν ιατρική φροντίδα, να αναζητήσουν εναλλακτικό πάροχο ή να πληρώσουν την επίσκεψη .από την τσέπη τους, είτε επισήμως είτε “κάτω από το τραπέζι”.
Επιπλέον, σύμφωναμε Κομισιόν και ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει σχετικά λίγες νοσοκομειακές κλίνες. Όπως σημειώνεται υπηρεσίες υγείας και εγκατάστασης είναι συγκεντρωμένες σε αστικές περιοχές. Πριν την πανδημία υπήρχαν κατά μέσο όρο 4,2 νοσοκομειακά κρεβάτια ανά 1.000 πληθυσμού, αριθμός αρκετά μικρότερος από το 5,3 της ευρωπαϊκής ένωσης συνολικά. Οι αναλογίες νοσοκομειακών κρεβατιών και μέσης διάρκειας παραμονής στο νοσοκομείο (τώρα κοντά στο μ.ο. της ΕΕ με 7.4 ημέρες) έχουν παραμείνει σχετικά σταθερές από το 2013, ενώ τα εξιτήρια ασθενών έχουν ελαφρώς μειωθεί και βρίσκονται στις 13.000 70019 ανά 100.000 πληθυσμού το 2015, που είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύματος της πανδημίας το 2020, όταν τα κρούσματα αυξήθηκαν σημαντικά, ορισμένες από τις περιοχές που επλήγησαν περισσότερο δεν είχαν αρκετά νοσοκομειακά κρεβάτια, με αποτέλεσμα να αναζητηθούν στον ιδιωτικό τομέα. Ο αριθμός κλινών εντατικής θεραπείας επίσης αυξήθηκε σημαντικά.
Ακόμη, επιπλέον χρηματοδότηση αξιοποιήθηκε στην αντιμετώπιση της Covid19 με την έναρξη της πανδημίας. Το 2020, επιπρόσθετη οικονομική στήριξη συνολικά 785 εκατομμυρίων € πήγαν στην διαχείριση του κόστους της πανδημίας στην Ελλάδα. Γύρω στα 640 εκατομμύρια κατευθύνθηκαν στην συνολική διαχείριση, μεταξύ αυτών και πόροι από ευρωπαϊκά προγράμματα.
Επιπροσθέτως, 85 εκατομμύρια εγκρίθηκαν και κατανεμήθηκαν για την πληρωμή ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, ενώ άλλα 60 εκατομμύρια € πήγαν σε ιατρικό εξοπλισμό και την λειτουργία των ΜΕΘ. Ένα σημαντικό ποσό επίσης συγκεντρώθηκε από δωρεές, φτάνοντας τα 128 εκατομμύρια € το Νοέμβριο του 2020.
Αποτελεσματικότητα - Προσβασιμότητα, Αντοχή
Η θνησιμότητα από αιτίες που μπορούν να προληφθούν έχει παραμείνει σταθερή τα τελευταία χρόνια και είναι χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Νέες πρωτοβουλίες δημόσιας υγείας και πρόληψης μπορεί να βοηθήσουν στην μείωση των επιπέδων στο μέλλον. Η Ελλάδα έχει επίσης ελαφρώς χαμηλότερη θνησιμότητα από ιάσιμες αιτίες συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Νέες συνεργατικές πρωτοβουλίες στοχεύουν στην βελτίωση της έγκαιρης ανίχνευσης και θεραπείας.
Παρά την μείωση των ποσοστών από το 2016 και μετά, η Ελλάδα καταγράφει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ακάλυπτων αναγκών ιατρικής φροντίδας πριν την πανδημία. Περίπου ένας στους τέσσερις πολίτες ανέφερε πως απέφυγε να λάβει φροντίδα κατά τους πρώτους 12 μήνες της πανδημίας. Τηλεσυμβουλευτική χρησιμοποιήθηκε για την διατήρηση πρόσβασης σε υπηρεσίες.
Για να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις που παρουσιάστηκαν από την κρίση της COVID-19, η Ελλάδα αναβάθμισε εργαστήρια και ενίσχυσε κλίνες εντατικής θεραπείας, μαζί με το υγειονομικό προσωπικό και την επιτήρηση της νόσου. Μετά από καθυστερήσεις στην έναρξη του, το εμβολιαστικό πρόγραμμα επιτάχυνε.