Οι προσφεύγουσες οροθετικές γυναίκες είναι έντεκα Ελληνίδες που γεννήθηκαν μεταξύ 1976 και 1986, οι δέκα εκ των οποίων ήταν ιερόδουλες που είχαν διαγνωστεί ως οροθετικές και η τελευταία ήταν αδερφή μιας από αυτές
Το ΕΔΑΔ καταδίκασε την Ελλάδα κρίνοντας ομόφωνα ότι η αποκάλυψη της ταυτότητας και των ιατρικών δεδομένων των ιερόδουλων που διαγνώστηκαν με HIV το 2012, ήταν παραβίαση του δικαιώματός τους στην ιδιωτική ζωή.
Το δικαστήριο, έκρινε ομόφωνα, ότι υπήρξαν δύο παραβιάσεις:
- Πρώτον, παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα δείγματα αίματος που επιβλήθηκαν σε δύο αιτούσες ισοδυναμούσαν με παρέμβαση στην ιδιωτική τους ζωή. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι καμία από τις διατάξεις που επικαλέστηκε η κυβέρνηση δεν ήταν ικανή να δικαιολογήσει ιατρική παρέμβαση, είτε διενεργήθηκε από αστυνομικούς είτε γιατρούς, όπως αυτή που επιβλήθηκε στις ενδιαφερόμενες προσφεύγουσες.
- Δεύτερον, παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης όσον αφορά τέσσερις αιτούσες, λόγω της δημοσίευσης δεδομένων που τους αφορούν. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η δημοσίευση των δεδομένων των τεσσάρων προσφευγουσών ισοδυναμούσε με δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμά τους στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Τα ονόματα και οι φωτογραφίες αυτών των αιτουσών και οι πληροφορίες ότι ήταν οροθετικές, είχαν μεταφορτωθεί στον ιστότοπο του αστυνομικού τμήματος και μεταδόθηκαν από τα μέσα ενημέρωσης, ενώ ο εισαγγελέας δεν είχε προσπαθήσει να εξακριβώσει εάν άλλα μέτρα, ικανά να εξασφαλίσουν λιγότερη έκθεση στα μέσα ενημέρωσης των αιτουσών, θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί στις υποθέσεις τους.
Τέλος, το Δικαστήριο αποφάσισε να αφαιρέσει από τον κατάλογό του τμήματα των αιτήσεων που αφορούσαν πέντε αιτούσες, τέσσερις από τις οποίες έχουν πεθάνει.
Απέρριψε επίσης τις καταγγελίες ορισμένων προσφευγουσών ως εκπρόθεσμες ή για μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων.
Το χρονικό της υπόθεσης
Σε διαφορετικές ημερομηνίες το 2012, και στο πλαίσιο μιας αστυνομικής επιχείρησης στο κέντρο της Αθήνας, συνελήφθησαν από την αστυνομία ιερόδουλες, μεταξύ των οποίων δέκα από τις προσφεύγουσες.
Χρειάστηκε να υποβληθούν σε έλεγχο ταυτότητας, ιατρικό έλεγχο για σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και εξετάσεις αίματος οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι ήταν θετικές στον ιό του HIV.
Σε βάρος τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για απόπειρα πρόκλησης σοβαρής σωματικής βλάβης από πρόθεση μαζί με το αδίκημα της απλής βλάβης.
Ακολούθως ο εισαγγελέας διέταξε, βάσει του νόμου 2472/1997, να δημοσιοποιηθούν τα ονόματα και οι φωτογραφίες τους, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον τους και αναφορά στην οροθετική τους κατάσταση.
Η εισαγγελική εντολή ανέβηκε στον ιστότοπο της Αστυνομίας και η διάδοση των προσωπικών τους δεδομένων έλαβε εκτεταμένη κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης για αρκετές ημέρες, ειδικά στην τηλεόραση.
Μετά από αυτά τα γεγονότα, η προσφεύγουσα, της οποίας η αδερφή ήταν ιερόδουλη και είχε διαγνωστεί με HIV, ειδοποιήθηκε -από έναν γνωστό της- ότι το όνομά της και η φωτογραφία της είχαν μεταδοθεί στο κεντρικό απογευματινό τηλεοπτικό πρόγραμμα ειδήσεων αντί για το όνομα της αδερφής της.
Ενώπιον του Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες παραπονέθηκαν για τη διάδοση ευαίσθητων προσωπικών και ιατρικών δεδομένων. Δέκα προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν επίσης ότι δεν είχε ζητηθεί η συγκατάθεσή τους πριν από τις εξετάσεις αίματος.