Αυτό αναφέρει επιστημονική μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Ear, Nose & Throat Journal από το Πανεπιστήμιο του Σακραμέντο στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τη μελέτη ο κίνδυνος είναι μεγάλος καθώς ήδη το 6% των νεοδιαγνωσθέντων ασθενών με πλακώδες καρκίνωμα κεφαλής και τραχήλου εμφάνισαν νέο πρωτοπαθή καρκίνο.
Να σημειωθεί ότι το πλακώδες καρκίνωμα κεφαλής και τραχήλου είναι ο έβδομος πιο συχνός καρκίνος παγκοσμίως, αντιπροσωπεύοντας περίπου 890.000 νέες περιπτώσεις (περίπου 4,5% όλων των διαγνώσεων καρκίνου σε όλο τον κόσμο) και 450.000 θανάτους ετησίως (περίπου 4,6% των θανάτων από καρκίνο παγκοσμίως).
Το εύρημα αυτό έχει κινητοποιήσει την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα που αναζητεί την αιτία εμφάνισης αλλά και τον κοινό τρόπο αντιμετώπισης ταυτόχρονα όλων των μορφών καρκίνου.
«Η διαπίστωση αυτή είναι πολύ σημαντική, δεδομένου ότι πρέπει να αλλάξει το σχέδιο θεραπείας και η χειρουργική προσέγγιση του ασθενούς» αναφέρει ο διαπρεπής Έλληνας Χειρουργός Ωτορινολαρυγγολόγος Μηνάς Ν. Αρτόπουλος, Διευθυντής της Α' ΩΡΛ κλινικής του «ΜΗΤΕΡΑ».
Σύμφωνα με τη μελέτη οι νέοι πρωτοπαθείς καρκίνοι προέρχονται από παρόμοια αιτιολογία (π.χ. καπνός ή ιός ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV).
Υποτίθεται ότι τα χαμηλότερα ποσοστά έκθεσης στον καπνό και η έλλειψη δράσης καρκινοποίησης στο πεδίο λόγω της περιορισμένης ενσωμάτωσης του HPV DNA στον ιστό του όγκου είναι εύλογες εξηγήσεις για αυτήν την παρατήρηση.
«Είναι όμως πρόκληση αναφέρει ο κ. Αρτόπουλος, λόγω των δυνητικά διαφορετικών θεραπευτικών συστάσεων και της νοσηρότητας. Σε αυτήν την περίπτωση, το ίδιο χειρουργικό πεδίο είναι σε θέση να αντιμετωπίσει και τους δύο όγκους χωρίς πρόσθετη χειρουργική επέμβαση και η ίδια επικουρική θεραπεία (ακτινοθεραπεία +/- χημειοθεραπεία) ενδείκνυται και για τους δύο τύπους όγκων».
Σε άλλες περιπτώσεις, η ετερογένεια των σταδίων και οι διαφορές στις θέσεις της δεύτερης ταυτόχρονης πρωτοπαθούς κακοήθειας περιπλέκουν τη διαδικασία θεραπείας, εξού και η έλλειψη τυποποίησης της θεραπείας σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών.
Η επικοινωνία μεταξύ ειδικών που εμπλέκονται σε πολυεπιστημονικές ομάδες είναι ζωτικής σημασίας για τον σχεδιασμό της θεραπείας σε ασθενείς με αυτή την πολυπλοκότητα.
«Ενώ υπάρχει περιορισμένη βιβλιογραφία για τη διαχείριση και τη θεραπεία αυτών των ασθενών, η έγκαιρη ανίχνευση και η κατάλληλη θεραπευτική προσέγγιση είναι απαραίτητες» καταλήγει ο κ. Αρτόπουλος.