«Το φάρμακο δεν αποτελεί υψηλή προτεραιότητα για το Υπουργείο Υγείας και την Κυβέρνηση, και συνεπώς ούτε και η βιωσιμότητα και προβλεψιμότητα των φαρμακευτικών επιχειρήσεων» σχολίαζει ο ΣΦΕΕ στην ανακοίνωσή του.
Ο ΣΦΕΕ τόνισε ότι το Υπουργείο Υγείας θεωρεί τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις αποκλειστικά υπεύθυνες για την ανοδική πορεία της φαρμακευτικής δαπάνης και δεν βλέπει την ανάγκη αναπροσαρμογής της συνεισφοράς του δημοσίου σε αυτήν, με αποτέλεσμα να καταλογίζει ολοένα και μεγαλύτερες υποχρεωτικές επιστροφές στις επιχειρήσεις, επιστροφές που ξεπερνούν το 60% των ΠΩΛΗΣΕΩΝ τους.
Η υπόλοιπη ανακοίνωση του ΣΦΕΕ
«Η Κυβέρνηση– σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες-αγνοεί τις αυξημένες φαρμακευτικές ανάγκες λόγω της πανδημίας της COVID-19, αγνοεί την αυξητική τάση σημαντικών χρονίων παθήσεων, αγνοεί την αυξητική τάση των νεοπλασιών, αγνοεί την αυξημένη θεραπευτική αξία νέων καινοτόμων θεραπειών και διατηρεί επί εννέα (9) συναπτά έτη την υποχρηματοδότηση της δημόσιας δαπάνης την ίδια στιγμή που επικροτεί τις θεραπευτικές αποφάσεις των ιατρών και τις επιλογές θεραπειών που κάνουν. Γιατί όχι άλλωστε, αφού έχει αποφασίσει να μην τις πληρώνει αλλά να τις φορτώνει στις πλάτες των φαρμακευτικών επιχειρήσεων.
Κάνοντας σημαία το επιχείρημα ότι δεν αποχωρήσαμε από τη χώρα ή δεν κλείσαμε ακόμη, «άρα αντέχουμε», η Κυβέρνηση έχει θέσει ως προτεραιότητα, όχι την συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης με όρους πραγματικής κατανάλωσης και ζήτησης (και όχι με «δημιουργικά» μαθηματικά) ή την ορθολογική χρηματοδότησητης δημόσιας δαπάνης, αλλά την ανακατανομή των υπερβάσεων μεταξύ των εταιρειών, προχωρώντας σε κατάτμηση της δημόσιας δαπάνης με λογιστικούς όρους, δημιουργώντας «πατρίκιους» και «πληβείους», ευνοούμενους και αδικούμενους.
Ο καθένας έχεις τις δικές του προτεραιότητες. Η δική μας προτεραιότητα είναι η κάλυψη των ασθενών με τα φάρμακα που χρειάζονται και είμαστε υπερήφανοι που συνεχίζουμε και το κάνουμε στις δύσκολες αυτές συνθήκες».