Οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, ιδίως από πολυανθεκτικά μικρόβια που δεν ανταποκρίνονται στα αντιβιοτικά, συνεχίζουν να κοστίζουν ζωές και στην χώρα μας. Το πρόβλημα της μικροβιακής αντοχής, το οποίο είναι ένα από τα κυρίαρχα θέματα συζήτησης και στο πανελλήνιο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων (ΕΕΛ), είναι πολυπαραγοντικό.
Σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης αντοχής είναι η υψηλή κατανάλωση αντιβιοτικών στον ελληνικό πληθυσμό, αλλά και στα νοσοκομεία, παρότι σε αυτό το πεδίο αυτό έχουν γίνει βήματα προόδου. Σε αυτή την κατάσταση έρχεται να προστεθεί και η απουσία κρίσιμων αντιβιοτικών από το «οπλοστάσιο» των γιατρών.
Η χώρα μας παραμένει πρωταθλήτρια στην Ευρώπη στην κατανάλωση αντιβιοτικών στην κοινότητα. «Αυτό είναι το πετρέλαιο που βάζει τη φωτιά της [μικροβιακής] αντοχής στην Ελλάδα», εξήγησε ο Νικόλαος Σύψας Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος, και Γ.Γ. της ΕΕΛ κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου. Για αυτό και όπως τόνισε ο Καθηγητής, χρειάζεται μία ισχυρή παρέμβαση της πολιτείας, αλλά και της εταιρείας λοιμώξεων, στους γιατρούς της κοινότητας για να προωθηθεί η ορθολογική συνταγογράφηση και χρήση των αντιβιοτικών.
Πρόεδρος Επιτροπής Νοσοκομειακών Λοιμώξεων και Επιστημονικός/Διοικητικός Υπεύθυνος της Μονάδας Λοιμώξεων – COVID στο Γ.Ν.Α. «Λαϊκό» αναφέρθηκε και στην κατανάλωση αντιβιοτικών στα νοσοκομεία. Όπως εξήγησε βάσει των νέων στοιχείων του η ECDC, του ευρωπαϊκού οργανισμού δημόσιας υγείας, για την περίοδο 2022-2022, από την 1η θέση της σχετικής λίστας η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στην 6η θέση. Η σημαντική αυτή βελτίωση φαίνεται πως είναι αποτέλεσμα της δημιουργίας των Επιτροπών Νοσοκομειακών Λοιμώξεων και των ομάδων ελέγχου της κατανάλωσης αντιβιοτικών στα νοσοκομεία.
Ωστόσο, το πρόβλημα των πολυανθεκτικών μικροβίων στην Ελλάδα παραμένει πολύ σοβαρό. «Φανταστείτε έναν ασθενή που σπάει το πόδι του σε ένα τροχαίο, μπαίνει στο νοσοκομείο, σε μία μονάδα νοσηλείας, όπου κολλάει ένα πολυανθεκτικό ή πανανθεκτικό μικρόβιο και πεθαίνει. Πρόκειται για κάτι πολύ άδικο για τον ασθενή, για το σύστημα υγείας και για εμάς τους γιατρούς», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Σύψας.
Στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο έδειξαν πως περίπου το 70% των ασθενών που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία λαμβάνουν αντιβιοτικά.
Για τον Χαράλαμπο Γώγο, Παθολόγο-Λοιμωξιολόγο, μέλος της ΕΕΛ και Διευθυντή της Παθολογικής-Λοιμωξιολογικής Κλινικής στο Metropolitan General, περαιτέρω πρόοδος μπορεί να επιτευχθεί με την ενίσχυση των μονάδων λοιμώξεων των νοσοκομείων, οι οποίες χρειάζονται κυρίως στελέχωση.
Αντιβιοτικά σε έλλειψη, κόστος σε ζωές
Σημαντικό αγκάθι στην αποτελεσματική διαχείριση των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, ιδίως από πολυανθετικά ή πανανθετικά μικρόβια είναι η απουσία από το οπλοστάσιο των γιατρών σημαντικών αντιβιοτικών.
Όπως εξήγησε ο κ. Σύψας, παρότι υπάρχουν κάποιες επιλογές αντιβιοτικών, δύο κατηγορίες αντιμικροβιακών φαρμάκων καταγράφουν ελλείψεις, είτε απουσιάζουν πλήρως είτε διατίθενται με το σταγονόμετρο.
Από τη μια είναι τα παλαιότερα αντιβιοτικά, τα οποία καθώς δεν χρησιμοποιούνται συστηματικά για μεγάλα χρονικά διαστήματα διατηρούν ακόμα την ισχύ τους. Καθώς πρόκειται για παλιά αντιβιοτικά, δεν έχουν πατέντα σε ισχύ και άρα είναι και φθηνότερα.
Από την άλλη είναι νέα, καινοτόμα αντιβιοτικά, τα οποία όμως έχουν υψηλότερες τιμές.
«Και στις δύο κατηγορίες, οι οποίες είναι απαραίτητες για την επιβίωση ασθενών που δεν έχουν άλλες επιλογές, δυστυχώς δεν έχουν επαρκή διαθεσιμότητα. Δεν κυκλοφορούν στην Ελλάδα, τα μεν γιατί είναι πολύ φθηνά άρα δεν ενδιαφέρονται οι φαρμακευτικές εταιρείες να τα φέρουν [ή να τα παράξουν], τα δε γιατί είναι πολύ ακριβά και υπάρχει ζήτημα κόστους», υπογράμμισε ο Γενικός Γραμματέας της ΕΕΛ.
Ο κύριος Σύψας αναφέρθηκε και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Μία εξ’ αυτών είναι η αζτρεοναμη, απαραίτητη για την θεραπεία ασθενών οι οποίοι έχουνε μικρόβια που παράγουν συγκεκριμένα ένζυμα. Η δεύτερη είναι η σεφιδεροκόλη (cefiderocol), απαραίτητη για την θεραπεία των ασθενών με το «περιβόητο acinetobacter που έχει φωλιάσει στις μονάδες μας και για το οποίο μερικές φορές είναι η μοναδική επιλογή που έχουμε», όπως είπε χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Σύμφωνα με τον κ. Σύψα, τώρα όταν χρειάζονται αυτά τα φάρμακα έρχονται αναγκαστικά μέσω του ΙΦΕΤ, διαδικασία όμως που μπορεί να πάρει μερικές εβδομάδες, «που είναι αργά για τον ασθενή».
Πέραν των φαρμάκων αυτών για τα πολυανθεκτικά μικρόβια υπάρχει και μια σειρά άλλων αντιβιοτικών τα οποία επίσης είναι πολύ φθηνά και τα οποία δεν κυκλοφορούν στην Ελλάδα γιατί δεν ενδιαφέρονται οι εταιρείες να τα διαθέσουν. «Μεταξύ αυτών είναι η πενικιλίνη, η απλή πενικιλίνη η οποία χορηγείται για διάφορες λοιμώξεις, μεταξύ αυτών και βαριές, και η οποία δεν υπάρχει δια στόματος για παράδειγμα», σημείωσε.
«Κατά καιρούς παρατηρούνται ελλείψεις και διεθνώς», σημείωσε ο Σωτήρης Τσιόδρας, Πρόεδρος της ΕΕΛ, προσθέτοντας πως συχνά υπάρχουν προβλήματα παραγωγής. Σημείωσε πως έχουν γίνει και άλλες παρεμβάσεις στο παρελθόν και σε συνεργασία με την πολιτική ηγεσία, αλλά και με τον πρόεδρο του ΕΟΦ, γίνονται προσπάθειες για να καλυφθούν τα κενά.
«Το επιπρόσθετο πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι τα τελευταίας γενιάς αντιμικροβιακά τα οποία δεν κυκλοφορούν στη χώρα και πρέπει να έρχονται με διαδικασίες επείγουσας παραγγελίας μέσω ΙΦΕΤ», πρόσθεσε ο κ. Τσιόδρας
Λίστα κρίσιμων αντιβιοτικών και ειδικό καθεστώς χωρίς clawback
«Αυτό το μοντέλο θα πρέπει να αλλάξει. Η Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων κάνει σχετικές εισηγήσεις προς το Υπουργείο Υγείας», σημειώνει ο κ. Σύψας και ξεκαθαρίζει πως η Ελλάδα θα πρέπει σαν χώρα να έχει απόθεμα από αυτά τα φάρμακα, τα οποία είναι αναντικατάστατα και απαραίτητα για την επιβίωση των ασθενών.
«Αν δεν τα δώσουμε πολύ γρήγορα θα χάσουμε τους ασθενείς μας», επανέλαβε.
Έτσι, η Εταιρεία θα υποβάλλει στο υπουργείο έναν κατάλογο με τα αντιβιοτικά που κρίνονται απαραίτητα να υπάρχουν στην Ελλάδα σε απόθεμα.
«Θα ζητήσουμε από το υπουργείο να δημιουργήσει απόθεμα από αυτά τα φάρμακα και θα προτείνουμε στο υπουργείο να δώσει οικονομικά κίνητρα στις εταιρείες», σημείωσε προσθέτοντας πως τα κίνητρα αυτά μπορούν να κινητοποιήσουν τις ελληνικές εταιρείες να παράγουν τα φάρμακα που είναι εκτός πατέντας, εξάγοντας ενδεχομένως και ποσότητες εξ αυτών.
Η πρόταση της ΕΕΛ προβλέπει τα φάρμακα αυτής της λίστας να υπάγονται σε ένα ειδικό καθεστώς, το οποίο θα τα εξαιρεί από clawback, από επιτροπές κλπ. Αντίστοιχα, και καινοτόμα αλλά άκρως απαραίτητα αντιβιοτικά θα μπορούν να διατίθενται ταχύτερα στην Ελλάδα.