Ο σύλλογος απαιτεί τη στελέχωση και την ενίσχυση της δημόσια και δωρεάν υγείας για όλο τον λαό και καλεί όλους τους ειδικευόμενους σε σύσκεψη το προσεχές Σάββατο 2 Μαρτίουμ στις 12 το μεσημέρι, στις εγκαταστάσεις του Ψ.Ν.Α, στο Δαφνί.
Το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης του συλλόγου έχει ως εξής:
«Τα τελευταία χρόνια η δημόσια υγεία, λόγω της απαξίωσης που δέχεται, βρίσκεται σε διαρκή παρακμή. Με πρόσχημα την πανδημία COVID-19 η πορεία προς την διάλυσή της επιταχύνθηκε ακόμα περισσότερο. Στην αδιαπραγμάτευτη ανάγκη του λαού για δωρεάν και δημόσιες παροχές υγείας, τη διασφάλιση της προσβασιμότητας και της ποιότητάς τους, η κυβέρνηση απαντά με απολύσεις, συγχωνεύσεις, ιδιωτικοποιήσεις κλινικών και δομών, ενσωμάτωση ιδιωτών για να καλύψει τα διαχρονικά κενά και τις ελλείψεις του ΕΣΥ. Όλα αυτά κινούνται με γνώμονα το κέρδος και την εξυπηρέτηση συμφερόντων, εξαναγκάζοντας τους πολίτες να συμβιβάζονται με εκπτώσεις στις υπηρεσίες που δέχονται, και ωθώντας όσους μπορούν να το υποστηρίξουν, να απευθύνονται στον ιδιωτικό τομέα για την κάλυψη της στοιχειώδους ιατρικής τους περίθαλψης.
Στην ψυχική υγεία, η κατάσταση είναι ακόμα πιο εμφανής. Τα πάγια αιτήματα της ψυχιατρικής κοινότητας για προαγωγή της ψυχικής υγείας με έμφαση στην πρωτογενή πρόληψη, μέσω ενίσχυσης της κοινοτικής ψυχιατρικής, δεν υλοποιούνται. Οι δημόσιες δομές παραμένουν υποστελεχωμένες και η διασύνδεση τους είναι προβληματική. Ο τομεοποιημένος σχεδιασμός λειτουργεί πλέον ως ένα ξεφτισμένο δίχτυ που αδυνατεί να συγκρατήσει τον τεράστιο όγκο περιστατικών, με συχνό φαινόμενο να υπάρχει πολύ μεγάλη αναμονή και αρκετοί περιορισμοί στην θεραπευτική συνέχεια. Τα ειδικά Ψυχιατρικά Νοσοκομεία λόγω της τραγικής υποστελέχωσης φαίνεται να παλινδρομούν σε εικόνες του παρελθόντος. Η κατάρρευση των δημόσιων υπηρεσιών ψυχικής υγείας γίνεται σταδιακά και μεθοδευμένα, και το βάρος σηκώνουν καθημερινά εργαζόμενοι και ασθενείς.
Την ίδια στιγμή, προφασιζόμενη τις ευρωπαϊκές επιταγές, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κλιμακώνει την επίθεση της στη δημόσια υγεία μέσω ενός νέου νομοσχεδίου για την “Ολοκλήρωση της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης”. Σε αυτό περιγράφεται μεταξύ άλλων, η δημιουργία και οργάνωση ενός Εθνικού Δικτύου Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας (Ε.Δ.Υ.Ψ.Υ.), που διαρθρώνεται σε Περιφερειακά Δίκτυα Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας (Πε.Δ.Υ.Ψ.Υ.), τα οποία λειτουργούν υπό τη διοίκηση των Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.) καθώς και την κατάργηση του ανεξάρτητου θεσμού του Εθνικού Συντονιστή για τα ναρκωτικά, οι αρμοδιότητες του οποίου μεταφέρονται στον πρόεδρο του νέου ενιαίου φορέα που θα συσταθεί ως νομικό προσώπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Πρόληψης και Αντιμετώπισης Εξαρτήσεων» (Ε.Ο.Π.Α.Ε.), στον οποίο εντάσσονται και με τον οποίο διασυνδέονται και διαλειτουργούν όλοι οι εγκεκριμένοι οργανισμοί και φορείς θεραπείας.
Εθνικός Οργανισμός Πρόληψης και Αντιμετώπισης Εξαρτήσεων (Ε.Ο.Π.Α.Ε),
Ο Εθνικός Οργανισμός Πρόληψης και Αντιμετώπισης Εξαρτήσεων έρχεται να συσταθεί ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, που πρόκειται να αφομοιώσει όλους τους επιμέρους φορείς απεξάρτησης (18 ΑΝΩ, ΚΕΘΕΑ, ΟΚΑΝΑ) και να λειτουργήσει ως ενιαίος φορέας απεξάρτησης. Η συγχώνευση αυτή, σε καθεστώς λειτουργίας που χάνει πλέον το δωρεάν και δημόσιο χαρακτήρα του, αναμένεται να καταργήσει την πολυμορφία των προγραμμάτων καθώς και τη δυνατότητα επιλογής του εκάστοτε λήπτη υπηρεσιών απεξάρτησης, και δύναται να οδηγήσει για μια ακόμη φορά στην υποβάθμιση και το κλείσιμο δομών, σε μετακινήσεις προσωπικού και στη διαμόρφωση επισφαλών εργασιακών και θεραπευτικών σχέσεων. Η πρόσφατη κατάργηση του αυτοδιοίκητου του ΚΕΘΕΑ ήταν το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Η διοίκηση του εν λόγω οργανισμού (Ε.Ο.Π.Α.Ε.) στα πρώτα στάδια της λειτουργίας του πρόκειται να αναληφθεί αν μη τι άλλο από τον Πρόεδρο του ΟΚΑΝΑ, αφήνοντας σαφές υπονοούμενο για το ποια θα είναι η γραμμή που επιθυμεί να ακολουθηθεί από την κυβέρνηση.
Με βάση το νομοσχέδιο, έχει δοθεί έμφαση στην δημιουργία κέντρων σωματικής απεξάρτησης (Detox), ενώ η συνολικότερη λειτουργία του δικτύου είναι ασαφής και αφήνει πολλά ερωτήματα. Διαφαίνεται όμως ότι υπάρχει κατεύθυνση προς τη “μείωση της βλάβης”, μέσω ενίσχυσης προγραμμάτων υποκατάστασης, σαφώς με οικονομικά κριτήρια και όχι με γνώμονα την ποιότητα των προγραμμάτων. Αντίθετα, τα κλειστά ψυχοθεραπευτικά “στεγνά” προγράμματα, που επικεντρώνονται στην κοινωνική διάσταση των εξαρτήσεων, είναι εξατομικευμένα για το κάθε θεραπευόμενο, και ως εκ τούτου απαιτούν περισσότερο χρόνο και προσωπικό, κρίνονται πιο κοστοβόρα από τους κυβερνώντες και περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Εθνικό Δίκτυο Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας (Ε.Δ.Υ.Ψ.Υ.)
Στο Εθνικό Δίκτυο Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας εντάσσονται το σύνολο των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων ψυχικής υγείας, τόσο οι ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές, ΑΜΚΕ και ΜΚΟ, όσο και οι υπηρεσίες που παρέχονται από ιδιώτες συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ. Η αυτόνομη διοικητική οργάνωση του συνόλου των ψυχιατρικών κλινικών αντικαθίσταται από ένα νέο αποκεντρωμένο μοντέλο συντονισμού της λειτουργίας τους, μέσω της δημιουργίας νέων διοικητικών θέσεων εντός των ΥΠΕ. Επιπλέον, το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής “Δαφνί” και το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης καθώς και οι διασυνδεόμενες με αυτά δομές καταργούνται ως οργανισμοί. Αυτό, σε συνδυασμό με τον αναντίστοιχα μεγάλο φόρτο περιστατικών σε σχέση με την ακραία υποστελέχωση τους, οδηγεί μαθηματικά είτε στο οριστικό κλείσιμο τους, είτε στην μετατροπή τους σε νέα άσυλα "αποθήκες ψυχών".
Η αποσύνδεση της ψυχικής υγείας από το ΕΣΥ αποτελεί την αιχμή του δόρατος της επίθεσης της κυβέρνησης, η οποία με αυτό τον τρόπο διακρίνει τον ψυχικά ασθενή από τους υπόλοιπους, επικυρώνοντας το στίγμα της ψυχικής νόσου και τον αντιμετωπίζει ως πολίτη β’ διαλογής, που αποτελεί μια δημοσιονομική “μαύρη τρύπα”, αφού δεν είναι αρκετά παραγωγικός και χρήσιμος για την κοινωνία.
Επιπλέον αυτή η κατάσταση δημιουργεί επισφαλείς σχέσεις εργασίες, επιτρέποντας εύκολες μετακινήσεις και ως επακόλουθο, υποστελεχώσεις δημοσίων δομών προς όφελος των ιδιωτικών, που θα διαχειρίζονται μέρος της κρατικής χρηματοδότησης των νοσηλίων μέσω του ΕΟΠΥΥ. Αυτό οδηγεί σε περαιτέρω υποβάθμιση των δημόσιων ψυχιατρικών δομών και έτσι λήπτες υπηρεσιών ψυχικής υγείας με οικονομική ευχέρεια, θα εισπράττουν ποιοτικότερες υπηρεσίες ψυχικής υγείας στους ιδιωτικούς φορείς, από εκείνους που θα απευθύνονται στις πλέον εξαθλιωμένες, υποστελεχωμένες δημόσιες δομές, καθιστώντας την ψυχική υγεία προνόμιο των λίγων και όχι δικαίωμα όλων.
Στο νομοσχέδιο επίσης περιγράφεται η δημιουργία νέων δομών και η ένταξή τους στον ΕΔΥΨΥ με ελάχιστα και ελαστικά κριτήρια, ενισχύοντας έτσι τη σύσταση δομών με δυνητικά εφήμερη λειτουργία, η οποία θα άγεται με κίνητρο την εύκαιρη κρατική χρηματοδότηση και όχι με στόχο την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας για όλο το λαό.
Αντίθετα δεν φαίνεται να υπάρχει προτεραιοποίηση της στελέχωσης και της δημιουργίας νέων δημόσιων δομών κοινοτικής ψυχιατρικής. Αυτό οδηγεί σε περαιτέρω υποβάθμιση της πρωτογενούς πρόληψης και παρέμβασης στην κοινότητα, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο τις περιπτώσεις που φτάνουν στο σημείο να χρήζουν ακούσιας ψυχιατρικής εξέτασης και ενδεχομένως νοσηλείας. Έτσι διαιωνίζεται ο φαύλος κύκλος επανεισόδου των ασθενών στα Νοσοκομεία και διαταράσσεται η θεραπευτική πορεία τους με την επιστροφή τους στην κοινότητα, όπου δεν υπάρχει επαρκές υποστηρικτικό δίκτυο, δημιουργώντας έτσι το γνωστό φαινόμενο της “περιστρεφόμενης πόρτας”.
Η νέα εγκύκλιος σχετικά με την παράδοση περιστατικών προς ακούσια εξέταση από την αστυνομία
Το κερασάκι στην τούρτα αποτελεί η εγκύκλιος, που την περασμένη εβδομάδα έφερε ο Υφυπουργός Υγείας Δ. Βαρτζόπουλος, σύμφωνα με την οποία οι αστυνομικού υπάλληλοι που συνοδεύουν το προς ακούσια εξέταση περιστατικό αποδεσμεύονται πριν ολοκληρωθεί η διαγνωστική διαδικασία, με την ευθύνη για την μετακίνηση του ασθενούς εντός ή εκτός της νοσηλευτικής μονάδας υποδοχής να βαραίνει τους εφημερεύοντες ψυχιάτρους και τους νοσηλευτές της βάρδιας. Όλα αυτά αποφασίζονται χωρίς καμία προηγούμενη εξασφάλιση των αναγκαίων προϋποθέσεων και των μέσων για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, με αποτέλεσμα το ήδη αποδεκατισμένο προσωπικό των ΤΕΠ και των Ψυχιατρικών Κλινικών, το προς εξέταση άτομο αλλά και οι συνοδοί του, να μοιράζονται ένα πλαίσιο επισφαλούς λειτουργίας και να εκτίθενται σε δυνητικά επικίνδυνες καταστάσεις. Ακόμη, θρασύτατα διατυπώνεται στην εγκύκλιο ότι οι ψυχίατροι της εφημερίας καλούνται να παραλάβουν το περιστατικό που προσέρχεται ακουσίως “το ταχύτερο δυνατόν”, “αποφεύγοντας οιεσδήποτε τυχόν καθυστερήσεις”, κουνώντας το δάχτυλο και επιθυμώντας να ορίσουν τις ιατρικές διαδικασίες, αλλά και επιτάσσοντας για μια ακόμη φορά την προτεραιοποίηση των περιστατικών αυτών εις βάρος των εκουσίως απευθυνόμενων στην εφημερία ασθενών.
Η ακούσια νοσηλεία παραμένει μια έσχατη λύση, στην οποία συχνά καταφεύγουν συγγενείς ψυχικά πασχόντων για να εξασφαλίσουν τη φροντίδα των δικών τους, συχνά βέβαια με λειτουργία και ως μέθοδος απομάκρυνσης περιθωριοποιημένων ή παραβατικών ατόμων από ένα κοινωνικό πλαίσιο που ανεπαρκεί να τους εμπεριέξει. Να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι διαχρονικό και πάγιο αίτημα των εργαζόμενων στις δημόσιες μονάδες ψυχικής υγείας είναι η πλήρης απεμπλοκή της αστυνομίας από τη μεταφορά των προς εξέταση ατόμων, κάτι που προϋποθέτει αφενός την ανάπτυξη, στελέχωση και εύρυθμη λειτουργία ενός δικτύου κρατικών και δημόσιων κοινοτικών υπηρεσιών σε όλη την επικράτεια και αφετέρου την ανάπτυξη ειδικών κινητών μονάδων επαρκώς στελεχωμένων, με εξειδικευμένο προσωπικό, για την άμεση παρέμβαση στο άτομο, με στόχο την αποκλιμάκωση και επί αποτυχίας αυτης την εξασφάλιση της ασφαλούς μεταφοράς του στο νοσοκομείο, με σεβασμό στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματά του.
Ως επαγγελματίες στον χώρο της ψυχικής υγείας αντιτιθέμεθα στις μεταρρυθμίσεις που έρχεται να φέρει το Νομοσχέδιο Βαρτζόπουλου και απαιτούμε την άμεση απόσυρση του, όπως και της πρόσφατης εγκυκλίου σχετικά με την παράδοση των ακούσιων περιστατικών από την αστυνομία. Απαίτησή μας ήταν, είναι και θα παραμείνει η διασφάλιση των δωρεάν και καθολικά δημόσιων υπηρεσιών, με άμεσες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού και επαρκή στελέχωση όλων των δομών ώστε να λειτουργούν εύρυθμα, με ασφάλεια, με σεβασμό στα δικαιώματα των ασθενών και των εργαζομένων. Τα αιτήματα της κοινωνίας είναι αδιαπραγμάτευτα και ξεκάθαρα, και είμαστε μαζί τους».