«Κώδωνα κινδύνου» για τις επιπτώσεις που συνοδεύουν τη διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, έκρουσε ο πρόεδρος της ΠΕΦ και Co CEO της ELPEN. Ο Θεόδωρος Τρύφων προειδοποίησε πως είναι οικονομικά επικίνδυνο να εισάγουμε ως χώρα ό,τι μπορούμε να παράγουμε, εξηγώντας πως στο επίκεντρο μιας ουσιαστικής πολιτικής παραγωγικής ανασυγκρότησης πρέπει να βρίσκονται τα κίνητρα για επενδύσεις.
Άλλωστε, ήταν τα κίνητρα των τελευταίων ετών, που επέτρεψαν, μετά από μια δεκαετία αποεπενδύσεων, την υλοποίηση επενδυτικών προγραμμάτων και τη διαμόρφωση ενός οικοσύστηματος φαρμακευτικής παραγωγής και R&D στην Ελλάδα. Επενδυτικά πρόγραμμα που συμβάλλουν στη θωράκιση του συστήματος υγείας και κυρίως διασφαλίζουν την πρόσβαση των ασθενών σε φάρμακα.
Κατά την ομιλία του, στην παρουσίαση του νέου εργοστασίου της ELPEN στην Κερατέα, ο κ. Τρύφων χαρακτήρισε πρόβλημα μεγαλύτερο και από το χρέος, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγιού, που αγγίζει πλέον τα 35 δισ. ευρώ.
«Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε περισσότερους φόρους και λιγότερες δουλειές», εκτίμηβσε, προειδοποιώντας για την πορεία της χώρας, αν δεν υπάρξει ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της εγχώριας παραγωγής σε πολλούς κλάδους. «Είναι οικονομικά επικίνδυνο να εισάγουμε ότι μπορούμε να παράγουμε», ανέφερε ο κ. Τρύφων.
Για τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), τη διέξοδο δείχνει ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας, με τα 45 εργοστάσια και τα επενδυτικά προγράμματα των ελληνικών εταιρειών.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Τρύφων, στην πενταετία 2019-2023 οι ελληνικές βιομηχανίες θα έχουν ολοκληρώσει επενδύσεις 415 εκατ. ευρώ σε παραγωγικές εγκαταστάσεις και 409 εκατ. ευρώ σε έρευνα και ανάπτυξη.
Αντίστοιχα οι επενδύσεις που έχουν προγραμματιστεί για την τριετία 2024-2026 ανέρχονται σε περίπου 640 εκατ. για εγκαταστάσεις και 829 εκατ. ευρώ σε έρευνα και ανάπτυξη. Συνολικά δηλαδή οι επενδύσεις την περίοδο 2019-2026 θα αγγίξουν τα 1,47 δισ. ευρώ.
Το «αγκάθι» των υπέρογκων επιβαρύνσεων
Τροχοπέδη, βέβαια, στην ουσιαστική ανάπτυξη του κλάδου και τον πολλαπλασιασμό των επενδύσεων συνιστούν οι υπέρογκες επιστροφές που καλούνται να καταβάλλουν οι επιχειρήσεις του κλάδου.
«Θα πιέσουμε, με κάθε δυνατή ενέργεια, επικοινωνιακή και νομική, να σταματήσουν αυτές οι παράνομες υπέρογκες επιβαρύνσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τρύφων.
Σημαντικό μέρος των φαρμάκων που χρησιμοποιούν οι ασθενείς στη χώρα μας προέρχονται από τις ελληνικές εταιρείες. Σε συγκεκριμένες κατηγορίες καλύπτουν με θεραπείες ακόμη και το 70% των ασθενών. Την ίδια στιγμή καλούνται να επιστρέψουν πάνω από 50% της αξίας του φαρμάκου, μέσω clawback και rebate, των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων.
Εκτιμάται, δε, ότι το 2022 για το σύνολο των φαρμακευτικών εταιρειών clawback και rebate θα φθάσουν τα 1,8 δισ. ευρώ, με το 1 δισ. ευρώ να αφορά στο clawback!
Όπως ανέφερε, 45 ελληνικά εργοστάσια παραγωγής φαρμάκων λειτουργούν νυχθημερόν για να καλύψουν τις ανάγκες των Ελλήνων ασθενών, παρά το αντίξοο περιβάλλον με τις συνεχείς μειώσεις τιμών στα παλιά φάρμακα, το υπέρογκο clawback και μια συνολική υπερφορολόγηση που φθάνει το 70%, την η αύξηση του κόστους παραγωγής και τον υψηλό πληθωρισμός.
Για τον επικεφαλής της ELPEN και της ΠΕΦ πρόκειται για ζητήματα που θα πρέπει να λυθούν από την επόμενη κυβέρνηση «διαφορετικά ο κλάδος θα χρειαστεί να στηριχθεί επιχειρηματικά στις εξαγωγές και να συρρικνωθεί στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η χώρα από 75% εισαγόμενα φάρμακα να φθάσει στο 90%. Δεν νομίζω ότι έτσι θα κερδίσει κανείς και ειδικά ο ασθενής», τόνισε.
Η «ανάσα» των κινήτρων: Τα συστατικά μιας πολιτικής παραγωγικής ανασυγκρότησης
Θετικό πρόσημο έδωσε, όμως, ο κ. Τρύφων στην πολιτική κινήτρων για επενδύσεις που εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια.
«Ένα μέρος αυτών των επενδύσεων πραγματοποιήθηκαν και επιταχύνθηκαν από τα κίνητρα των τελευταίων ετών, που ήταν και υπερκομματικά κίνητρα, αφού ξεκίνησαν από την προηγούμενη κυβέρνηση και υλοποιήθηκαν από την τωρινή», σημείωσε. Τόνισε, μάλιστα, πως είναι εξίσου σημαντικό που η εν λόγω πολιτική θα συνεχιστεί, ειδικά τώρα που ανάλογη συζήτηση έχει ανοίξει και στην Ευρώπη.
Ενόψει των εθνικών εκλογών, λοιπόν, απηύθυνε ένα μήνυμα προς την επόμενη κυβέρνηση: «χρειάζεται κλαδική πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης, την οποία θα πρέπει να αναλάβει η επόμενη κυβέρνηση, με έργα και όχι με λόγια». Πρόκειται, άλλωστε, για πολιτική που θα λειτουργήσει προς όφελος και των ασθενών.
Όπως εξήγησε, θα πρέπει να δίνονται κίνητρα σε όποιον δημιουργεί προστιθέμενη αξία, επενδύει στην παραγωγή και την έρευνα, ιδίως ενώ παραμένει το πλαίσιο των δυσβάστακτων επιστροφών. Αυτό είναι και το πρώτο και βασικό συστατικό που θα πρέπει να χαρακτηρίζει μια τέτοια πολιτική.
Με τα κίνητρα, δηλαδή, θα προσελκυστούν ελληνικές και ξένες επενδύσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των ελληνικών εταιρειών, που από 100 εκατ. ευρώ ετησίως σε προγράμματα επενδύσεων πλέον αντιστοιχούν επενδύσεις 1,2 δισ. ευρώ στην 4ετία.
«Τα κίνητρα δίνουν και προβλεψιμότητα», υπογράμμισε ο κ. Τρύφων, εξηγώντας πως οι επενδύσεις στο φάρμακο αποδίδουν μετά από 7 χρόνια και έως τότε είναι άγνωστη η "τύχη" ενός φαρμάκου.
Δεύτερον, κατά τον κ. Τρύφων το κράτος πρέπει να λάβει αποφάσεις για το πως διανέμει τα κονδύλια που διαθέτει, δεδομένου ότι αναμφισβήτητα οι ασθενείς στη χώρα μας καταβάλλουν μεγάλη συμμετοχή στα φάρμακα και μια αύξηση της δεν θα πρέπει καν να προταθεί.
«Το φάρμακο δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης» διερωτήθηκε ο επικεφαλής της ΠΕΦ, υπενθυμίζοντας πως από το 2012 έως σήμερα η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη βαίνει ουσιαστικά μειούμενη, ενώ οι συνταγές για παράδειγμα του ΕΟΠΥΥ έχουν αυξηθεί κατά 35%.
«Θεωρώ ότι οι πόροι υπάρχουν. Χρειάζεται αφενός μια καλύτερη κατανομή τους και αφετέρου μια διαχείριση της συνταγογράφησης, αν θεωρηθεί ότι εκεί είναι το πρόβλημα. Αλλά πλέον δεν μπορεί να θέλουν να καλύπτουν τον ασθενή με ξένα χρήματα», ξεκαθάρισε ο κ. Τρύφων.