Έντονοι προβληματισμοί και δυσπιστία για την επίτευξη των στόχων ελέγχου της υπέρβασης της φαρμακευτικής δαπάνης, το διαβόητο clawback, άρα και για τη βιωσιμότητα της ίδιας της δαπάνης και συνεπώς της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και της πρόσβασης των ασθενών σε θεραπείες, ειδικά στις πλέον καινοτόμες, συνήθως υψηλού κόστους, που συχνά αφορούν σοβαρές παθήσεις, εκφράζονται το τελευταίο διάστημα από τους εκπροσώπους του κλάδου. Η επιστολή του ΣΦΕΕ στον Υπουργό Υγείας, Θ. Πλεύρη αντικατοπτρίζει αυτή την ανησυχία, όπως καταγράφει το News4Health.
Ειδικά μετά την απόφαση κατάτμησης της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης του ΕΟΠΥΥ σε δυο μεγάλες κατηγορίες (δαπάνη ιδιωτικών φαρμακείων και δαπάνη φαρμακείων του οργανισμού, γνωστά και ως 1Α/1Β ή Φάρμακα Υψηλού Κόστους) και σε αναλογία 62-38 για το 2022, οι προβληματισμοί έχουν ενταθεί.
Θυμίζουμε πως 62% αφορά τα φάρμακα κοινότητας και το 32% τα λεγόμενα ΦΥΚ και συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη σχετική ΚΥΑ, από 1ης Ιανουαρίου 2022, η φαρμακευτική δαπάνη του ΕΟΠΥΥ, ύψους 2,088 δισ. ευρώ, κατανέμεται σε ένα 1,298 δισ. ευρώ για δαπάνη φαρμάκων κοινότητας και 790 εκατ. ευρώ για τα φάρμακα υψηλού κόστους.
Βέβαια, για το σύνολο της αγοράς ο προϋπολογισμός για το φάρμακο έχει μείνει για πολλά χρόνια στάσιμος και αδυνατεί πλέον να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες της χώρας. Είναι ενδεικτικό ότι για το πρώτο εξάμηνο του έτους, η δαπάνη για τα φάρμακα 1Α και 1Β καταγράφει σημαντική αύξηση, άρα και άνοδο των υποχρεωτικών επιστροφών (clawback). Ο ΣΦΕΕ κάνει λόγο για διψήφια αύξηση ποσοστού πωλήσεων ΦΥΚ και νοσοκομείων του ΕΣΥ για το α’ εξάμηνο έτους, αλλά και σε ετήσια βάση, ενώ την ίδια περίοδο τα φάρμακα κοινότητας αυξάνονται κατά 4% σε ετήσια βάση.
Στον «παγωμένο» προϋπολογισμό, όμως, έρχεται να προστεθεί, όπως αναφέρει και ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας και έχει εκφραστεί από άλλους φορείς που εκπροσωπούν τον κλάδο, η απόφαση κατάτμησης της δαπάνης του ΕΟΠΥΥ, η οποία εκτιμάται πως με αυτή την αναλογία δεν παρουσιάζει την πραγματική εικόνα της αγοράς.
«Η Κυβέρνηση συνεχίζει να μην αναγνωρίζει την ανάγκη για μεγαλύτερη χρηματοδότηση της δημόσιας δαπάνης για το φάρμακο, δημιουργεί εξωπραγματική επιβάρυνση για κάποια φάρμακα και σημαντική ελάφρυνση για κάποια άλλα, οδηγώντας σε μια αγορά δυο ταχυτήτων δηλαδή σε άλλη μια στρέβλωση», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ΣΦΕΕ.
Τα πράγματα φαίνεται να περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, όπως τονίζεται, όταν η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης, στην προσπάθεια να επιτευχθούν στόχοι εξοικονόμησης που θα «χωρούν» στον υπάρχοντα προϋπολογισμό, ζητάει εκπτώσεις άνω του 60% για κάποια φάρμακα και μάλιστα από τις λεγόμενες ex factory τιμές (οι τιμές χονδρικής, σε γενικές γραμμές), όπως αναφέρουν οι πληροφορίες μας. «Έτσι σημειώνεται αφενός δυστοκία στην πρόοδο των διαπραγματεύσεων, αφετέρου δημιουργείται σημαντική ανισορροπία ακόμη και σε σχέση με προηγούμενες διαπραγματεύσεις για τις ίδιες ή παρόμοιες ομάδες φαρμάκων», εξηγεί στην επιστολή ο Σύνδεσμος.
Σε αυτό το μίγμα ενός στάσιμου προϋπολογισμού για το Φάρμακο, με μια ανακατανομή που φέρεται να μην αντιστοιχεί στην πραγματική εικόνα της αγοράς, με την αύξηση των φαρμακευτικών αναγκών των ασθενών ή/και την έλλειψη ελέγχου της συνταγογράφησης να συνεχίζει να τραβάει προς τα πάνω την συνολική δαπάνη, υπάρχει και μια ακόμη, ίσως όχι τόσο εμφανής παράμετρος.
Όπως εξηγούν εκπρόσωποι της αγοράς, η δαπάνη των 790 εκατ. ευρώ του ΕΟΠΥΥ για την αποζημίωση των φαρμάκων 1Α/1Β είναι στην πραγματικότητα κατά πολύ μικρότερη, αφού από αυτή θα πρέπει να αφαιρεθούν και τα ποσά των κλειστών προϋπολογισμών, αυτά που προκύπτουν σε φάρμακα ή κατηγορίες που έχει ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση. Σύμφωνα μάλιστα με τις πληροφορίες το ποσό αυτό ξεπερνά τα 300 εκατ. ευρώ, για το σύνολο του έτους. Βάσει αυτού, λοιπόν, η περικοπή σχεδόν του 40% του προϋπολογισμού, με την εν λόγω πραγματική δαπάνη να συνεχίζει να αυξάνεται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σημαίνει στην πράξη περαιτέρω υπέρβαση του clawback και μεγαλύτερη απόκλιση από τους στόχους που έχουν τεθεί στο πλαίσιο της χρηματοδότησης της χώρας από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Με δεδομένα τα παραπάνω, λοιπόν, ο ΣΦΕΕ έχει ζητήσει άμεση συνάντηση με τον κ. Πλεύρη, προειδοποιώντας πως η κατάσταση έχει φέρει τις εταιρείες σε απόγνωση, διακινδυνεύοντας τη βιωσιμότητα της αγοράς και την έγκαιρη πρόσβαση των ασθενών σε θεραπείες.