Ο ίδιος αφού τόνισε τις αστοχίες της κυβέρνησης στη διαχείριση της πανδημίας τόνισε ότι έχει έρθει η στιγμή για μία ολοκληρωμένη και αξιόπιστη παρέμβαση που θα αλλάξει το κοινωνικό κλίμα και θα αποσυμπιέσει το Δημόσιο Σύστημα Υγείας.
Η πρόταση Ξανθού
Πώς θα συμβούν αυτά:
«Με αναγνώριση της κρισιμότητας της κατάστασης, ειλικρίνεια, διαφάνεια, δημόσια πρόσβαση στα δεδομένα, επιστημονική τεκμηρίωση των αποφάσεων και κοινωνική συστράτευση. Με πειστικό εμβολιαστικό restart, αναβαθμισμένη επιδημιολογική επιτήρηση στην κοινότητα, καλή ιχνηλάτηση των κρουσμάτων (η οποία έχει εγκαταλειφθεί), έμφαση στην προνοσοκομειακή διαχείριση, στην κατ’ οίκον παρακολούθηση και πρόβλεψη των ασθενών που κινδυνεύουν να νοσήσουν βαρύτερα και άρα χρειάζεται έγκαιρη ιατρική και φαρμακευτική παρέμβαση. Και, κυρίως, με έμπρακτη στήριξη του ΕΣΥκαι των «ανθρώπων της πρώτης γραμμής», οι οποίοι κινδυνεύουν από «κατάρρευση ηθικού» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η κριτική στην κυβέρνηση
Ο Ανδρέας Ξανθός θεωρεί ότι τίποτα από όλα δεν προκύπτει από την υγειονομική στρατηγική και τα μεγέθη του προϋπολογισμού για το 2022.
«Το «αποτύπωμα» του προϋπολογισμού στον τομέα Υγείας, με τη δραστική μείωση του ορίου δαπανών του Υπουργείου Υγείας κατά 560 εκ. ευρώ (από 5.217 δισ. σε 4.657) και ειδικότερα με την περικοπή κατά 821 εκ. ευρώ του τακτικού προϋπολογισμού (από 5.162 δισ. σε 4.341), είναι πολύ αποκαλυπτικό» σχολιάζει.
Στη συνέχεια κάνει μία έναν απολογισμό όσων προβλέπει ο κρατικός προϋπολογισμός του 2022 για την Υγεία:
«Τα έσοδα των νοσοκομείων θα είναι μειωμένα κατά 197 εκ. ευρώ, αυξάνοντας έτσι τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους, οι μεταβιβάσεις από τον τακτικό προϋπολογισμό σε νοσοκομεία και ΥΠΕ εμφανίζονται μειωμένες κατά 280 εκ. ευρώ, οι δαπάνες στην ΠΦΥ είναι μειωμένες κατά 124 εκ. ευρώ (-34%), ενώ οι δαπάνες προσωπικού συνολικά στο ΕΣΥ είναι μειωμένες κατά 61 εκ. ευρώ, δημιουργώντας εύλογη ανησυχία για την ανανέωση των συμβάσεων που λήγουν στις 31-3-2022. Με την εικόνα αυτή, η προοπτική των δημόσιων δομών υγείας δεν είναι η ενίσχυση και ανάπτυξη τους αλλά η απαξίωση, η αδυναμία κάλυψης ζωτικών υγειονομικών αναγκών και η δημιουργία ευνοϊκού πεδίου για την είσοδο ιδιωτών στο «σκληρό πυρήνα» του ΕΣΥ.
Το ίδιο ισχύει και για τον ΕΟΠΥΥ. Ενώ τα έσοδα του προβλέπεται να αυξηθούν ( + 310 εκ. ευρώ), οι δαπάνες του για παροχές ασθένειας θα είναι μειωμένες κατά 245 εκ. ευρώ και ο κλειστός προϋπολογισμός για τους ιδιώτες παρόχους θα μειωθεί κατά 16 εκ. σε σχέση με το 2021. Η μόνη δαπάνη του ΕΟΠΥΥ που θα αυξηθεί, και μάλιστα σημαντικά, είναι η φαρμακευτική (κατά 100 εκ. ευρώ). Επίσης, δεν έχουν προβλεφθεί καθόλου έκτακτες δαπάνες για την αντιμετώπιση της covid-19. Όλα τα παραπάνω πρακτικά σημαίνουν ότι τη νέα χρονιά θα συνεχιστεί η μετακύλιση κόστους περίθαλψης στην τσέπη των πολιτών, θα αυξάνεται η επιβάρυνση των ιδιωτών παρόχων (διαγνωστικά εργαστήρια, φυσικοθεραπευτήρια κλπ) με αυξημένο clawback, δεν θα μπορέσει ο ΕΟΠΥΥ να καλύψει νέες ανάγκες (υγειονομικό υλικό ανασφάλιστων πολιτών, οδοντιατρική περίθαλψη, γηριατρική φροντίδα), ούτε θα μπορέσει να συμβάλλει στη μείωση των υψηλών ιδιωτικών δαπανών υγείας (40% του συνόλου) που είναι σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα του συστήματος υγείας στη χώρα μας.
Μόνο η φαρμακοβιομηχανία αναμένεται να ευνοηθεί από αυτόν προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ. Η «κοινωνική μεροληψία» αυτής της κυβέρνησης είναι πολύ ορατή και σ’αυτόν τον προϋπολογισμό»
Έτσι καταλήγει στην κριτική του ότι η κυβέρνηση συνεχίζει να υποχρηματοδοτεί το Δημόσιο Σύστημα Υγείας σε μια περίοδο υγειονομικής κρίσης και αυξημένων αναγκών, επειδή το πραγματικό της σχέδιο είναι η ιδιωτικοποίηση «κερδοφόρων» τμημάτων του ΕΣΥ και η δημιουργία «ζωτικού χώρου» για τις μεγάλες εταιρείες στο χώρο της διάγνωσης-θεραπείας-αποκατάστασης, αλλά και για την ιδιωτική ασφάλιση υγείας.