Απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως της ΠΟΕΔΗΝ για τη συνταγματικότητα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σε εργαζομένους σε δομές υγείας.
Ειδικότερα, κρίθηκαν τα ακόλουθα:
1) Δεδομένου ότι δεν προέκυψε ότι κάποιο από τα μέλη της αιτούσας έχει ταχθεί υπέρ του επίδικου μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η αιτούσα Ομοσπονδία με έννομο συμφέρον στρέφεται κατά της ανωτέρω αποφάσεως, αμφισβητώντας την επιβαλλόμενη στα φυσικά πρόσωπα, μέλη των σωματείων τα οποία (σωματεία) είναι μέλη της, υποχρέωση εμβολιασμού κατά του covid – 19, απειλουμένης σε περίπτωση αρνήσεως της λήψεως του μέτρου της αναστολής καθηκόντων. Και ναι μεν η υποχρέωση εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας και οι συνέπειες που επέρχονται σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προβλέπονται στο άρθρο 206 του ν. 4820/2021, ενώ η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση, έχει ως περιεχόμενο τη διαδικασία και τους λόγους απαλλαγής από την υποχρέωση του εμβολιασμού, πλην παραδεκτώς προβάλλονται λόγοι κατά της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, διότι τυχόν ανίσχυρο, λόγω αντισυνταγματικότητας, της προβλεπόμενης στο άρθρο 206 του ν. 4820/2021 υποχρεώσεως εμβολιασμού κατά του covid-19, συνεπάγεται την ακύρωση και της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία προϋποθέτει ότι ο κανόνας της υποχρεωτικότητας είναι, από συνταγματικής απόψεως, έγκυρος. Απαραδέκτως, όμως, προσβάλλεται πράξη του Αν. Υπ. Υγείας με την οποία γνωστοποιούνται οι διατάξεις στους υπεύθυνους των δομών υγείας, διότι δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα.
2) Το δικαίωμα στην υγεία αναγνωρίζεται στο Σύνταγμα ως ατομικό και ως κοινωνικό δικαίωμα. Ως ατομικό, το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει την προστασία της ατομικής υγείας και σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του ατόμου από προσβολές και διακινδυνεύσεις, καθώς και την ελευθερία του αυτοκαθορισμού του, ήτοι την ελευθερία του ατόμου να αποφασίζει το ίδιο για θέματα της υγείας του. Ως κοινωνικό, το δικαίωμα στην υγεία συνίσταται στην υποχρέωση του Κράτους προς παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου και, γενικώς, στην υποχρέωσή του προς λήψη των αναγκαίων εκάστοτε θετικών μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία της υγείας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία, υπό την έννοια της πρόληψης των νοσημάτων και της προαγωγής της υγείας των πολιτών, στους οποίους εξ άλλου παρέχεται δικαίωμα να απαιτήσουν από το Κράτος την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς του. Επομένως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, όπως είναι η κατάσταση πανδημίας λόγω της εμφανίσεως ιού που διακρίνεται για την υψηλή και ταχεία μεταδοτικότητά του και την πιθανότητα προκλήσεως σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, δημιουργώντας ακόμα και κίνδυνο για τη ζωή τους, το Κράτος, με γνώμονα την αρχή της προφυλάξεως, οφείλει να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διαδόσεως της ασθένειας, και, κατ’ επέκταση, τη μείωση της πιέσεως που ασκείται επί των υπηρεσιών υγείας, έως ότου εξευρεθεί επιστημονικώς τεκμηριωμένη λύση αποτελεσματικής αντιμετωπίσεώς της, οι δε πολίτες έχουν δικαίωμα να απαιτούν την πραγμάτωση της σχετικής υποχρεώσεως του Κράτους. Η καταλληλότητα και η αναγκαιότητα των μέτρων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι, ιδίως, ο τρόπος μεταδόσεως, και κρίνεται επί τη βάσει έγκυρων και τεκμηριωμένων, επιστημονικών, ιατρικών και επιδημιολογικών δεδομένων. Τα μέτρα αυτά μπορεί μεν να συνιστούν ακόμα και σοβαρή επέμβαση στην απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως είναι η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, η ελευθερία κινήσεως και η ιδιωτική του ζωή, πλην η επέμβαση αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή εφ’ όσον: α) προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν τα κρατούντα σχετικώς έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα, β) τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσεως επιβάλλονται χωρίς αδικαιολόγητες διακρίσεις, γ) παρέχεται δυνατότητα εξαιρέσεως σε ειδικές περιστάσεις για τις οποίες αυτά αντενδείκνυνται και δ) τα μέτρα αυτά λαμβάνονται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα και, πάντως, μέχρι την εξεύρεση λύσεως για την ανάσχεση της πανδημίας, η ένταση δε και η διάρκειά τους πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικώς από τα αρμόδια κρατικά όργανα ανάλογα με τα υφιστάμενα επιδημιολογικά δεδομένα και την εξέλιξη των έγκυρων επιστημονικών παραδοχών. Η ως άνω παρέμβαση, εφ’ όσον, σύμφωνα με τις κρατούσες επιστημονικές παραδοχές για την εξέλιξη της πανδημίας, κρίνεται αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας και, εντεύθεν, της ζωής των πολιτών, σε συνδυασμό με την εκ του Συντάγματος οφειλόμενη κρατική μέριμνα για τη διαφύλαξη της λειτουργίας του συστήματος υγείας, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού. Κατά τον καθορισμό των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, κατά τη λήψη των οποίων σταθμίζονται ιατρικής φύσεως δεδομένα, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας και των λαμβανομένων μέτρων στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας, ο νομοθέτης (κοινός και κανονιστικός) διαθέτει, ως προς την καταλληλότητα και την αναγκαιότητά τους, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, που, κατά τα ανωτέρω, οφείλει να στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα. Συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο. Στο πλαίσιο αυτό, σε καταστάσεις πρωτόγνωρες για την παγκόσμια κοινότητα, όπως είναι οι περιπτώσεις πανδημίας εξ αιτίας της εμφανίσεως νέου, ιδιαιτέρως μολυσματικού ιού, διακρινόμενου για την ταχεία μεταδοτικότητά του και τη δυνατότητα προκλήσεως σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, με κίνδυνο μέχρι και της ζωής τους, το Κράτος οφείλει να λάβει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διαδόσεως του ιού, σύμφωνα με τις διεθνείς επιστημονικές παραδοχές για την εξέλιξη της πανδημίας, βάσει των συλλεγέντων μέχρι τη λήψη του μέτρου έγκυρων επιστημονικών και επιδημιολογικών δεδομένων. Στα μέτρα αυτά εντάσσεται και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, ο οποίος διενεργείται με σκοπό την προστασία της υγείας, συλλογικώς και ατομικώς, από τις ασθένειες, καθώς και τη βαθμιαία εξάλειψή τους. Το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην συνταγματικώς ανεκτή, εφ’ όσον, κατά τα ανωτέρω, προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και παρέχεται δυνατότητα εξαιρέσεως από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται. Η ως άνω δε παρέμβαση, εφ’ όσον κρίνεται, σύμφωνα με τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα, αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας τόσο των ίδιων των εμβολιαζομένων όσο και τρίτων (λ.χ. ατόμων που δεν έχουν ακόμη εμβολιασθεί, ατόμων που δεν επιτρέπεται για ιατρικούς λόγους να εμβολιασθούν) δεν είναι δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού. Εξ άλλου, η εμφάνιση σε στατιστικώς πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων σοβαρών παρενεργειών ορισμένων εμβολίων δεν καθιστά συνταγματικώς ανεπίτρεπτη τη νομοθετική πρόβλεψη του υποχρεωτικού εμβολιασμού και είναι πάντως ανεκτή χάριν του δημοσίου συμφέροντος, εν όψει και της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος), υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις ερείδονται επί εγκύρων και τεκμηριωμένων επιστημονικών δεδομένων κατά τα προεκτεθέντα. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι, ενδεχομένως είναι δυνατόν, εν όψει του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται η ισότητα των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, να συντρέχει περίπτωση αποζημιώσεως των παθόντων από τις παρενέργειες αυτές για ζημία προκληθείσα όχι από παράνομη, αλλά από νόμιμη ενέργεια του Δημοσίου. Τούτο, διότι στις περιπτώσεις αυτές η προκαλούμενη από τον εμβολιασμό βλάβη υπερβαίνει για τον παθόντα το εύλογο όριο ανοχής και αλληλεγγύης, το οποίο δικαιούται να αξιώνει το Κράτος χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου. Τέλος, δοθέντος ότι τα κατοχυρούμενα στο Σύνταγμα και στις διεθνείς συνθήκες ατομικά δικαιώματα πραγματώνονται στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου, εντός της οργανωμένης πολιτείας, ανακύπτει από το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος η υποχρέωση του ατόμου, επιδεικνύοντας την επιτασσόμενη από τη διάταξη αυτή κοινωνική αλληλεγγύη, να ανέχεται, υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες προϋποθέσεις, περιορισμούς των δικαιωμάτων του, καθώς και να μεριμνά για τη διατήρηση της ατομικής του υγείας με σκοπό να μην μεταδώσει την ασθένεια σε άλλους, έτσι ώστε να γίνεται σεβαστό το ατομικό δικαίωμα των υπολοίπων στη διατήρηση της υγείας τους, αλλά και να μην επιβαρύνεται το σύστημα υγείας, η μέριμνα για τη διατήρηση στο αναγκαίο, ανάλογα με τον πληθυσμό, μέγεθος και την απρόσκοπτη λειτουργία του οποίου αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους.
3) Η αρχή του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου αποτελεί θεμελιώδη αρχή, η οποία διέπει το δίκαιο, άρρηκτα συνδεδεμένη με την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος) και το δικαίωμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Ειδικότερη έκφανση της ως άνω αρχής αποτελεί, στο πεδίο της ιατρικής φροντίδας, η παροχή συναινέσεως του ασθενούς πριν από την πραγματοποίηση ιατρικών πράξεων, η οποία προϋποθέτει την προηγούμενη ενημέρωση του ενδιαφερομένου. Ωστόσο το δικαίωμα σε προηγούμενη ενημέρωση και στην παροχή συναινέσεως δεν είναι απόλυτο, αλλά υποχωρεί όταν επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος συνιστάμενους, μεταξύ άλλων, στην προστασία της δημόσιας υγείας, εφ’ όσον τούτο προβλέπεται από τον νόμο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (βλ. ιδίως άρθρο 26 της Σύμβασης του Οβιέδο, που στοιχεί προς τους περιορισμούς που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α.).
4) Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενου στην προστασία της δημόσιας υγείας έναντι του κορωνοϊού, ο οποίος παρουσιάζει ειδικότερες πτυχές. Εν πρώτοις το αμφισβητούμενο μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων (το πάσης φύσεως προσωπικό που απασχολείται στις δομές υγείας, όπως εξειδικεύονται στην παρ. 2 του άρθρου 206) αποβλέπει στην προστασία της υγείας του εν λόγω προσωπικού, το οποίο ως εκ του τόπου παροχής της εργασίας του κινδυνεύει να μολυνθεί από τον κορωνοϊό covid-19. Ειδικότερα, οι υγειονομικοί εν γένει αποτελούν ομάδα επαγγελματιών που εκτίθεται ιδιαίτερα σε κίνδυνο μολύνσεως από τον ιό. Η επισήμανση αυτή περιλαμβάνεται και στο σχετικό κεφάλαιο της Α.ΣΥ.Ρ. Για τον λόγο αυτόν εξ άλλου στο υγειονομικό και λοιπό προσωπικό των δομών υγείας, κοινωνικών υπηρεσιών και μονάδων φροντίδας και περίθαλψης ευπαθών ομάδων επιφυλάχθηκε από τον νομοθέτη απόλυτη προτεραιότητα κατά τον εμβολιασμό λόγω της κομβικής σημασίας της ομάδας αυτής στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσεως, του αυξημένου κινδύνου νόσησης, αλλά και της ιδιαίτερης ευθύνης αποσοβήσεως κινδύνου βλάβης λόγω μεταδόσεως της νόσου στους νοσηλευόμενους και στα λοιπά ευάλωτα άτομα που βρίσκονται υπό τη φροντίδα τους. Περαιτέρω, και συναφώς με τα προηγούμενα, επιδιώκεται και ο σκοπός της προστασίας των ασθενών που ευρίσκονται υπό τη φροντίδα των υπόχρεων σε εμβολιασμό και οι οποίοι (ασθενείς) αποτελούν, λόγω της καταστάσεως της υγείας τους, ιδιαιτέρως ευπαθή ομάδα, αξιώνουν δε όσοι εμπλέκονται με τη νοσηλεία τους να μην καθίστανται οχήματα μεταδόσεως ασθένειας. Εν τέλει δε επιδιώκεται η ομαλή παροχή της υγειονομικής περιθάλψεως υπό συνθήκες πανδημίας, μέσω της απρόσκοπτης και αδιάλειπτης λειτουργίας των υπηρεσιών υγείας, η λειτουργία των οποίων δεν θα διαταραχθεί ουσιωδώς λόγω της ενδεχόμενης ασθένειας του υγειονομικού προσωπικού - η οποία είναι πιθανότερη σε περίπτωση μη εμβολιασμού - και της διασποράς αυτής στους νοσηλευόμενους.
5) Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων προέβη, σύμφωνα με τις διατάξεις των Κανονισμών 762/2004 και 507/2006 σε αυστηρό έλεγχο των εμβολίων κατά του κορωνοϊού covid-19, χωρίς να παραλειφθεί καμία από τις φάσεις επαλήθευσης της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας που απαιτούνται για την αδειοδότηση ενός φαρμάκου, με σκοπό να εγγυηθεί ότι αυτά ανταποκρίνονται στα ευρωπαϊκά πρότυπα ασφάλειας, αποτελεσματικότητας και ποιότητας και ότι είναι παρασκευασμένα και ελεγμένα σε πιστοποιημένα εργαστήρια. Οι δε άδειες κυκλοφορίας υπό αίρεση, τις οποίες τα εγκεκριμένα εμβόλια αυτά έχουν λάβει, βάσει της διαγραφόμενης από τις ανωτέρω διατάξεις διαδικασίας, η οποία δεν επινοήθηκε ad hoc για την αντιμετώπιση της τρέχουσας επιδημικής έξαρσης του νέου κορωνοϊού covid- 19, τελούν υπό καθεστώς αυστηρών εγγυήσεων και συνδέονται με συγκεκριμένες υποχρεώσεις των κατόχων τους και δεν είναι ούτε προσωρινές, ούτε άδειες χρήσης έκτακτης ανάγκης (άδειες μη εγκεκριμένων εμβολίων), που κατά τις ανωτέρω διατάξεις χορηγούνται όταν δεν έχουν υποβληθεί εκτενή προκλινικά ή φαρμακευτικά δεδομένα, αλλά χορηγούνται, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, όταν υπάρχουν επαρκή αλλά όχι εκτενή κλινικά δεδομένα, υπό τις ακόλουθες τέσσερεις αυστηρές προϋποθέσεις: α) ότι η σχέση κινδύνου-οφέλους του φαρμάκου είναι θετική, β) ότι ο αιτών την άδεια θα υποβάλει εκτενή κλινικά στοιχεία, γ) ότι καλύπτονται ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες και δ) ότι το όφελος για τη δημόσια υγεία από την άμεση διάθεση στην αγορά του συγκεκριμένου φαρμάκου υπερτερούν του κινδύνου που οφείλεται στο ότι απαιτούνται συμπληρωματικά στοιχεία (άρθρο 4 Κανονισμού 507/2006). Επομένως, τα εμβόλια αυτά δεν είναι πειραματικά ή δοκιμαστικά. Το γεγονός ότι η διαδικασία της χορηγήσεως άδειας υπό όρους περιβάλλεται από εχέγγυα επιστημονικής αξιοπιστίας επιβεβαιώνεται από έκθεση που συνέταξε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκου (ΕΜΑ) για τα πρώτα δέκα έτη εφαρμογής της (2006-2016). Από την έκθεση προκύπτει ότι κατά την ως άνω περίοδο χορηγήθηκαν 30 άδειες υπό όρους, που αφορούσαν κυρίως ογκολογικά φάρμακα, καμία από τις άδειες δεν ανακλήθηκε για λόγους ασφαλείας, οι ένδεκα μετατράπηκαν σε συνήθεις άδειες, δύο ανακλήθηκαν για εμπορικούς λόγους και οι υπόλοιπες παρέμεναν σ’ αυτό το καθεστώς. Περαιτέρω, τα πορίσματα της ιατρικής κοινότητας που είχε υπ’ όψιν ο νομοθέτης κατά τον κρίσιμο χρόνο ψηφίσεως του επίδικου μέτρου, όπως είναι δημοσιευμένα από τον ΕΟΔΥ και άλλους επίσημους φορείς, τεκμηριώνουν ότι ο εμβολιασμός μειώνει τη μεταδοτικότητα και τη σοβαρότητα της νόσησης και ότι τα πιθανά οφέλη για τη δημόσια υγεία από τον εμβολιασμό υπερτερούν των τυχόν ανεπιθύμητων παρενεργειών, τόσο σε επίπεδο ατόμου όσο και σε επίπεδο γενικού πληθυσμού. Όπως δε ειδικότερα προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο αριθμός των ανεμβολίαστων ασθενών που είχαν εισαχθεί στις ΜΕΘ της Χώρας ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος του αριθμού των εμβολιασμένων, το ίδιο δε παρετηρείτο και ως προς τους θανάτους ασθενών από covid-19. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι – με βάση τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο που θεσπίστηκε το επίδικο μέτρο - τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού είναι αποτελεσματικά, υπό την έννοια ότι η ολοκλήρωση του εμβολιαστικού κύκλου προστατεύει τον άνθρωπο από τη νόσηση και, πάντως, από τη βαριά νόσηση με covid-19. Εξ άλλου, από τις εκθέσεις προόδου του Παρατηρητηρίου covid-19 της περιόδου ψηφίσεως του ν. 4820/2021 προκύπτει γενικώς αύξηση των κρουσμάτων και αύξηση του αριθμού των διασωληνωμένων.
6) Με βάση τα ανωτέρω, το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού του εν γένει προσωπικού των δομών υγείας δεν είναι προδήλως δυσανάλογο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτό συνταγματικής τάξεως σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην προστασία της δημόσιας υγείας, εφ’ όσον ο νομοθέτης έχει λάβει υπ’ όψιν τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο της θεσπίσεώς του επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα, όπως τούτα έχουν αναλυτικά εκτεθεί προηγουμένως. Επομένως, το μέτρο αυτό δικαιολογεί τον περιορισμό που επιβάλλεται στα δικαιώματα ιατρικού αυτοκαθορισμού, αυτονομίας και ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας του προσωπικού των δομών υγείας, που κατοχυρώνονται από τις διατάξεις που παρατέθηκαν σε προηγούμενες σκέψεις. Περαιτέρω, ο περιορισμός αυτός προβλέπεται από ειδικές διατάξεις νόμου (άρθρο 206 του ν. 4820/2021), οι οποίες ορίζουν, συγχρόνως, ότι εξαιρούνται από το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού όσοι έχουν νοσήσει και για διάστημα έξι (6) μηνών από τη νόσηση, καθώς και όσοι έχουν αποδεδειγμένους λόγους υγείας που εμποδίζουν τη διενέργεια του εμβολίου προβλέπεται δε και διαδικασία και αναλυτικοί λόγοι εξαιρέσεως από τον υποχρεωτικό εμβολιασμό για λόγους υγείας (προσβαλλόμενη κ.υ.α.). Περαιτέρω, η χρήση ηπιότερων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως η υποχρεωτική χρήση μάσκας και η συχνή διενέργεια διαγνωστικών ελέγχων, εν όψει του χώρου εργασίας και της φύσεως των καθηκόντων του απασχολούμενου στις δομές υγείας προσωπικού, που επιβάλλει τη συχνή επαφή τους με ασθενείς, δεν αποτελεί κατά την κρίση του νομοθέτη επαρκές μέτρο για την ανάσχεση της πανδημίας, ιδίως εν όψει της μεταλλάξεως «Δέλτα», η οποία διακρίνεται για τη μεταδοτικότητά της, δεδομένου εξ άλλου ότι το ποσοστό των εμβολιασμών απείχε από το αναγκαίο για τη δημιουργία του τείχους ανοσίας και της υπάρξεως μεταξύ των υποχρέων προς εμβολιασμό σημαντικού αριθμού ανεμβολίαστων, όπως προκύπτει από τα στοιχεία τα οποία εκτέθηκαν κατά τις συζητήσεις στη Βουλή. Συνεπώς, ο εμβολιασμός δεν έχει αποτελέσει προδήλως απρόσφορο και μη αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του προπεριγραφέντος σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Περαιτέρω, σε μια επείγουσα φάση εκθετικής αυξήσεως των σοβαρών λοιμώξεων και των θανάτων η υποχρεωτική χρήση ενός νέου εμβολίου θα έπρεπε αδικαιολόγητα να αναβάλλεται για απροσδιόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου, αφού διενεργηθούν όλες οι πιθανές κλινικές δοκιμές και συμπληρωθούν τα ελλείποντα στοιχεία, να αποτραπεί ο κίνδυνος ανεπιθύμητων παρενεργειών, παρ’ όλον ότι, κατά τα κοινώς γνωστά, τα εμβόλια όπως και όλα τα φάρμακα δεν είναι εντελώς ακίνδυνα, και ενώ η νόσος θα συνέχιζε να προκαλεί σοβαρή βλάβη της υγείας ή και τον θάνατο ακόμη των ασθενών και των νοσηλευομένων στις δομές υγείας, χωρίς πιθανότητα ανασχέσεώς της, αν και, βάσει μη εκτενών κλινικών δεδομένων, η χρήση του εμβολίου θα είχε πολλά περισσότερα οφέλη παρά κινδύνους. Εξ άλλου, ναι μεν σε περιπτώσεις ελλείψεως απόλυτης βεβαιότητας ως προς την ανυπαρξία μακροπρόθεσμων κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία συνδεομένων με τη χρήση ενός νέου εμβολίου η αρχή της προφυλάξεως θα απαιτούσε να απαγορευθεί η χρήση του -όχι μόνο η υποχρεωτική αλλά και η οικειοθελής- όμως, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, λόγω πιεστικών και μη αναβαλλόμενων αναγκών προστασίας της δημόσιας υγείας από την εμφάνιση νέου μολυσματικού και υπερμεταδοτικού ιού που προκαλεί σοβαρά προβλήματα υγείας και τον θάνατο ακόμα, όπως συμβαίνει στην παρούσα κατάσταση της πανδημίας του ιού covid-19, η αρχή της προφυλάξεως λειτουργεί με αντίστροφο τρόπο σε σχέση με τον συνήθη, διότι απαιτεί να επιτρέπεται ή και να επιβάλλεται η χρήση εμβολίων τα οποία, αν και βάσει μη εκτενών κλινικών δεδομένων, διασφαλίζουν περισσότερα οφέλη παρά κινδύνους, καθώς ο πιθανός κίνδυνος ανεπιθύμητης ενέργειας για ένα άτομο, με τη χρήση αυτού του εμβολίου, είναι πολύ μικρότερος από την πραγματική βλάβη για μια ολόκληρη κοινωνία, στην οποία δεν χρησιμοποιείται αυτό το εμβόλιο. Εξ άλλου, το γεγονός ότι η υποχρέωση εμβολιασμού αφορά κάθε κατηγορία προσωπικού που απασχολείται στις δομές υγείας, όπως καθορίζεται στον νόμο και που περιλαμβάνουν και προσωπικό που δεν έρχεται σε άμεση επαφή με ασθενείς, δεν επιδρά στο κύρος της ρυθμίσεως εφ’ όσον, πάντως, εκ των πραγμάτων, το προσωπικό αυτό συνεργάζεται με όσους έρχονται σε άμεση επαφή με τους ασθενείς. Τέλος, ειδικώς το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, έχει δεοντολογική υποχρέωση να μεριμνά ώστε να μην καταστεί φορέας μεταδόσεως του ιού, με αποτέλεσμα να τον διασπείρει στους ασθενείς οι οποίοι του έχουν εμπιστευθεί την αποκατάσταση της υγείας τους (αρχή της «μη - βλάβης»). Στο πλαίσιο αυτό της αυξημένης ευθύνης ώστε να μην διαψευσθεί η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του εν λόγω προσωπικού και των ασθενών, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό οφείλει να αποδέχεται εντονότερους περιορισμούς στο δικαίωμα του ιατρικού αυτοπροσδιορισμού, ο δε υποχρεωτικός εμβολιασμός, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την ασφαλή επιτέλεση του έργου του ιατρών και των νοσηλευτών, σε συνδυασμό με τη γενικώς ισχύουσα υποχρέωση επιδείξεως της αναγκαίας κοινωνικής αλληλεγγύης. Επομένως, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός του προσωπικού των δομών υγείας δεν προσκρούει σε καμία συνταγματικής ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ή αρχή. Κατά συνέπεια είναι απορριπτέοι οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα. Μειοψήφησαν τρείς σύμβουλοι, οι οποίες υποστήριξαν ότι η διάταξη του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 με την οποία επιβάλλεται υποχρέωση εμβολιασμού στο ως άνω προσωπικό με τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού SARS COV-2, αντίκειται στις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 5, 5 παρ. 5, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 5 επ. και 26 παρ. 1 της Σύμβασης του Οβιέδο και 3 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, για τους λόγους αυτούς, θα έπρεπε, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως.
7) Ειδικότερα, σύμφωνα με η διάταξη του άρθρου 206 παρ. 6 του ν. 4820/2021 σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρεώσεως εμβολιασμού εκ μέρους των εργαζομένων των παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, σε φορείς του δημοσίου τομέα, επιβάλλεται, με απόφαση του επικεφαλής του φορέα το διοικητικό μέτρο της αναστολής καθηκόντων για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Κατά τον χρόνο αναστολής καθηκόντων, ο οποίος δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, δεν καταβάλλονται αποδοχές. Με την πραγματοποίηση της πρώτης ή της μοναδικής δόσης η αναστολή αίρεται με όμοια απόφαση του φορέα, υπό την προϋπόθεση της ολοκλήρωσης του εμβολιαστικού κύκλου, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες και στον προβλεπόμενο χρόνο. Το εν λόγω μέτρο αποσκοπεί στο να υποχρεώσει εκείνους στους οποίους αφορά να εμβολιασθούν, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός του νομοθέτη, δηλαδή μέσω του εμβολιασμού του συνόλου του προσωπικού που απασχολείται στις δομές υγείας να προστατευθεί η δημόσια υγεία και να αποτραπεί η περαιτέρω διάδοση του κορωνοϊού εντός αυτών. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης εκτιμώντας τις συνέπειες του μη εμβολιασμού του προσωπικού που απασχολείται στις δομές υγείας, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα κρατούντα επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα κατά τον χρόνο θεσπίσεως της υποχρεώσεως εμβολιασμού του προσωπικού αυτού, έκρινε ότι, για την προστασία της δημόσιας υγείας, κατά των αρνούμενων αδικαιολογήτως να εμβολιασθούν, και για όσο χρόνο διαρκεί η άρνησή τους, έπρεπε να ληφθεί το μέτρο της αναστολής καθηκόντων και της μη καταβολής του μισθού για τον χρόνο ισχύος του. Με τα ανωτέρω δεδομένα, το μέτρο αυτό δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Και τούτο, διότι η αναστολή καθηκόντων και οι εντεύθεν συνέπειες αυτής, αφ’ ενός αποβλέπουν στην τήρηση της νόμιμης υποχρέωσης εμβολιασμού, ώστε αυτή να μην μείνει κενό γράμμα, αφ’ ετέρου ισχύουν όχι επ’ αόριστον αλλά μέχρι την επαναξιολόγηση του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η οποία, πάντως, πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Κατά τη γνώμη, όμως, πέντε Συμβούλων το μέτρο της αναστολής καθηκόντων με όλες τις προαναφερθείσες παρεπόμενες συνέπειες είναι δυσανάλογο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ο νομοθέτης θα όφειλε να προβλέψει την καταβολή ενός ελάχιστου ποσοστού αποδοχών, κατά την ειδικότερη δε γνώμη δυο από τους παραπάνω συμβούλους η επίμαχη ρύθμιση, αντίκειται και στην κατοχυρούμενη από το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος αρχή της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων.
8) Τέλος, επισημαίνεται ότι η κρίση περί συνταγματικότητας του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 συναρτάται με τα ισχύοντα κατά τον χρόνο λήψεως των επίδικων μέτρων επιστημονικά και επιδημιολογικά στοιχεία. Υφίσταται, επομένως, λόγω της φύσεως του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού και των συνεπειών του, υποχρέωση συνολικής επαναξιολογήσεώς του από τον νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, με τη λήψη υπ’ όψιν, ιδίως, των διαρκώς ανανεούμενων επιστημονικών παραδοχών για την αξία, την αποτελεσματικότητα και τις συνέπειες των εμβολίων κατά του κορωνοϊού και την πορεία και την εξέλιξη της πανδημίας, καθώς και των συνεπειών από τη θέση σε αναστολή καθηκόντων των εργαζομένων στη λειτουργία των δομών υγείας.