Τη διαχρονική αδυναμία της πολιτείας να σχεδιάσει και να εφαρμόσει μια βιώσιμη φαρμακευτική πολιτική, που θα αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες και τα πλεονεκτήματα του συστήματος υγείας καταδεικνύει η πορεία της φαρμακευτικής δαπάνης. Σύμφωνα με στοιχεία, ο ΕΟΠΥΥ καταφέρνει να καλύψει μόλις το 51% του κόστους των φαρμάκων, με το βάρος να μετακυλίεται στις φαρμακευτικές εταιρείες, με τη μορφή του clawback, αλλά και στους πολίτες.
Όπως φαίνεται, το clawback, δηλαδή το ποσό που αντιστοιχεί στην υπέρβαση της "κλειστής" φαρμακευτικής δαπάνης, λειτούργησε περισσότερο σαν «άλλοθι» για όλες τις κυβερνήσεις που κλήθηκαν να το διαχειριστούν, ώστε να μην λάβουν καμία αποτελεσματική πολιτική εξορθολογισμού της δαπάνης. Όσο πληρώνουν τις υπερβάσεις οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν χρειάζεται να βρεθεί λύση. Όπως δείχνουν, όμως, τα στοιχεία η κυβέρνηση ίσως βρεθεί πιο σύντομα από όσο θα ήθελε στη θέση να λάβει αποφάσεις.
Όπως αποκάλυψε ο Εντεταλμένος Σύμβουλος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) και Υπεύθυνος Εταιρικών Υποθέσεων της ΕΛΠΕΝ, Βασίλης Πενταφράγκας μιλώντας σε συνέδριο για την Υγεία, το 49% της συνολικής δαπάνης για τα φάρμακα που αποζημιώνονται μοιράζεται μεταξύ της φαρμακοβιομηχανίας, η οποία καλύπτει μέσω των clawback και rebate το 32%, αλλά και των ασθενών, οι οποίοι καλύπτουν μέσω της συμμετοχής τους το 10% (το 7% είναι οικειοθελής επιλογή ακριβότερων φαρμάκων από τους ασθενείς, καταβάλλοντας τη διαφορά).
Ειδικότερα, ο συνολικός όγκος των αποζημιούμενων φαρμάκων κατά το 2019 διαμορφώθηκε σε 222,3 εκατ. τεμάχια με συνολική αξία 3,816 δισ. ευρώ. Θυμίζουμε, όμως, πως ο κλειστός προϋπολογισμός του Φαρμάκου, δηλαδή το ποσό που καλύπτει ο ΕΟΠΥΥ και η δημόσια ασφάλιση, έχει προσδιοριστεί στο 1,945 δισ. ευρώ. Δηλαδή ο Οργανισμός επιβαρύνεται μόνο με το 51% της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης.
Να σημειώσουμε πως από τη συνολική αξία, η θεσμοθετημένη συμμετοχή των ασθενών ήταν 375 εκατ. ευρώ και η δαπάνη που προέκυψε από την κάλυψη της διαφοράς, κατά την επιλογής ακριβότερης θεραπείας, ανήλθε στα 261 εκατ. ευρώ. Τα ιδιωτικά φαρμακεία διανέμουν το 71,36% των αποζημιουμένων φαρμάκων και το υπόλοιπο από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ.
Το «κλείσιμο» ενός προϋπολογισμού σημαίνει πως προσδιορίζεται ένα συγκεκριμένο ανώτατο χρηματικό ποσό το οποίο το κράτος, ο ΕΟΠΥΥ στην περίπτωση της εξωνοσοκομειακής δαπάνης, επιτρέπεται να καλύψει. Τα επιπλέον χρήματα που θα προκύψουν για την κάλυψη των φαρμακευτικών αναγκών των πολιτών της χώρας θα πρέπει να τα καταβάλουν αποκλειστικά οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Πολύ συζήτηση έχει γίνει για το κατά πόσο τα όρια των δαπανών που έχουν θεσμοθετηθεί είναι ρεαλιστικά και βιώσιμα. Η υψηλή συνολική δαπάνη μαρτυρά πως μάλλον δεν είναι. Για τη φαρμακευτική αγορά η εφαρμογή αποτελεσματικών πολιτικών ελέγχου και εξορθολογισμού της δαπάνης πρέπει να συνοδευτεί από αύξηση της.
Με βάση τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Πενταφράγκας προκύπτει ότι η συμμετοχή των φαρμακευτικών εταιρειών στην αξία της δαπάνης αντιστοιχεί στο 40% των πωλήσεών τους (ex factory). Εν τω μεταξύ τα γενόσημα φάρμακα, τα οποία είναι κυρίαρχα στην ελληνική παραγωγή, αντιστοιχεί το 25% του όγκου, αλλά το 13% της αξίας. Στα φάρμακα που σε περίοδο προστασίας της πατέντας τους (οn patent) αντιστοιχεί το 56% της αξίας και το 21% στα off patent, δηλαδή όσα έχουν χάσει την πατέντα τους.
«Το clawback είναι μια ρύθμιση που στηρίχτηκε σε ψέμα, συστηματική παραπλάνηση και μισές αλήθειες», ανέφερε ο κ. Πενταφράγκας προσθέτοντας πως είναι ψευδή δικαιολογία ότι το μέτρο επιβλήθηκε από την Τρόικα. «Ενώ επιβάλλεται στη φαρμακοβιομηχανία δεν απομειώνει τη δαπάνη του ΕΟΠΥΥ. Ενώ εφαρμόστηκε ως έκτακτο μέτρο, βόλεψε κι έγινε εργαλείο άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Πενταφράγκας.
Με τις πιέσεις στους προϋπολογισμούς να αυξάνονται από την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και κατ’ επέκταση ενός πληθυσμού μεγαλύτερης ηλικίας και αυξημένων αναγκών, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη θεραπειών υψηλής τεχνολογίας και κόστους, είναι προφανές πως τα περιθώρια για τη βιωσιμότητα του συστήματος στενεύουν απειλητικά.