Τα ευρήματα αυτής της μελέτης δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «The Journal of the Alzheimer’s Association» και θεωρούνται πολύ σημαντικά από τους ειδικούς, καθώς αυτά μπορεί στο μέλλον να φανούν χρήσιμα στην παρακολούθηση ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο, έτσι ώστε να επιλέγονται εκείνοι που μπορούν να βοηθηθούν από παρεμβάσεις, αλλά και άτομα για τη συμμετοχή σε κλινικές δοκιμές, για νέες θεραπείες.
Ο δρ Ρίτσαρντ Όουκλι, αναπληρωτής διευθυντής έρευνας στην Εταιρεία Alzheimer, δήλωσε ότι τα «σημαντικά» αυτά ευρήματα υποδηλώνουν ότι «ορισμένα άτομα που θα προσβληθούν από τη νόσο, ενδέχεται να εμφανίσουν προβλήματα μνήμης έως και εννέα χρόνια πριν τη διάγνωση».
«Αυτό δίνει τη δυνατότητα για τη δημιουργία προγραμμάτων που θα βοηθήσουν στον εντοπισμό των ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο, αλλά και άλλων ανθρώπων που θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε κλινικές δοκιμές για νέες θεραπείες κατά της άνοιας, οι οποίες είναι και οι δύο απελπιστικά αναγκαίες», σημείωσε ο ερευνητής.
«Όταν ανατρέξαμε στο ιστορικό των ασθενών, διαπιστώσαμε ότι παρουσίαζαν κάποια γνωστική εξασθένηση αρκετά χρόνια πριν εμφανιστούν τα συμπτώματά τους. Οι βλάβες ήταν συχνά ανεπαίσθητες, αλλά αφορούσαν διάφορες πτυχές της νόησης», δήλωσε ο κύριος συγγραφέας της μελέτης, Nol Swaddiwudhipong.
Μέχρι σήμερα, οι αποτελεσματικές θεραπείες για την άνοια είναι πολύ λίγες. Οι ειδικοί λένε ότι αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η πάθηση συχνά διαγιγνώσκεται μόνο αφού εμφανιστούν τα συμπτώματα, ενώ το υποκείμενο πρόβλημα μπορεί να έχει ξεκινήσει χρόνια ή και δεκαετίες νωρίτερα. Αυτό σημαίνει πως όταν οι ασθενείς λαμβάνουν μέρος σε κλινικές δοκιμές, μπορεί να είναι ήδη πολύ αργά για να αλλάξει η πορεία της νόσου.
Εκτός από τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με την υγεία και τη διάγνωση της νόσου, οι ερευνητές άντλησαν τα δεδομένα τους από διάφορα τεστ, όπως η επίλυση προβλημάτων, η μνήμη, ο χρόνος αντίδρασης και η δύναμη της λαβής. Συνέλεξαν επίσης δεδομένα σχετικά με την απώλεια και την αύξηση του βάρους των συμμετεχόντων, καθώς και τον αριθμό των ατυχημάτων που είχαν κατά τη διάρκεια της μελέτης.
Αυτό επέτρεψε στους ερευνητές να δουν αν υπήρχαν κάποια σημάδια άνοιας κατά την έναρξη της μελέτης, πέντε και εννέα χρόνια πριν τη διάγνωση. Οι άνθρωποι που εμφάνισαν, στη συνέχεια, νόσο Αλτσχάιμερ σημείωσαν χειρότερες επιδόσεις σε σύγκριση με τους υγιείς όσον αφορά στην επίλυση προβλημάτων, στους χρόνους αντίδρασης, στην ανάκληση αριθμών (δηλαδή το να θυμούνται λίστες με αριθμούς) και στα τεστ μνήμης.
«Οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να ανησυχούν αδικαιολόγητα εάν για παράδειγμα δεν είναι καλοί στο να θυμούνται αριθμούς. Ακόμη και κάποιοι υγιείς ενήλικες τα πάνε καλύτερα ή χειρότερα από συνομηλίκους τους», σημείωσε ο δρ. Timothy Rittman, εκ των συγγραφέων της μελέτης. «Όμως, ενθαρρύνουμε να μιλήσει με τον γιατρό του όποιον ανησυχεί ή παρατηρεί ότι η μνήμη του χειροτερεύει», συμπλήρωσε.
Πηγή: Guardian