«Αυτό δεν ισχύει» τονίζει ο Μαιευτήρας Χειρουργός-Γυναικολόγος και Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Δρ. Νικόλαος Σκαρτάδος, «γιατί το πόσο είναι το βάρος του εμβρύου αφορά αποκλειστικά και μόνο τη διάρκεια της κύησης και το πώς αυτό μεγαλώνει στο περιβάλλον της μήτρας και όχι τη μετέπειτα αυξομείωση του βάρους του, αν και το βάρος του στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να επηρεάσει την μετέπειτα ανάπτυξή του».
Είναι σαφές ότι η φυσιολογική ανάπτυξη του εμβρύου συνεπάγεται και αύξηση του βάρους του, γεγονός που θα διαπιστωθεί από τον σχετικό υπέρηχο και φυσικά σε οποιοδήποτε στάδιο της εγκυμοσύνης, οπότε υπάρχουν κριτήρια για τον έλεγχο της συγκεκριμένης πορείας που ακολουθεί η ανάπτυξή του.
Αξίζει να τονιστεί πως το βάρος της υποψήφιας μητέρας δεν έχει καμία σχέση με αυτό, αν υπολογίσουμε ότι το κυοφορούμενο έμβρυο στο 1ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης δεν ξεπερνά τα 93 γραμμάρια, αυξανόμενο στο 2ο τρίμηνο στα 670 περίπου γραμμάρια, για να γεννηθεί μετά από 40 εβδομάδες -και με απόκλιση συν ή πλην 10% -γύρω στα 3,5 κιλά. Το βάρος της μητέρας έχει σχέση με άλλους παράγοντες, με κυριότερο αυτόν της διατροφής της.
Πώς όμως μετριέται το βάρος του εμβρύου αφού δεν υπάρχει ζυγαριά κατάλληλη για τέτοιου είδους μέτρηση;
Αυτό πραγματοποιείται με τη χρήση μετρήσεων όπως η περίμετρος κεφαλής, η διάμετρος της κοιλιάς και το μήκος του μηριαίου οστού.
Καταλήγοντας οι κ. Σκαρτάδος υπογραμμίζει: «Το βάρος του εμβρύου στις διάφορες περιόδους της εγκυμοσύνης, μικρή σημασία έχει για την υποψήφια μητέρα, για την οποία τα λίγα γραμμάρια όσο είναι μικρό, ή τα λίγα κιλά όταν αυτό γεννηθεί, αποτελούν το πιο πολύτιμο συστατικό της ζωής της».