Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης αναφέρουν ότι τα άτομα που εκτίθενται σε μεγαλύτερα από το μέσο όρο επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης ήταν 20% πιο πιθανό να πεθάνουν τους επόμενους 14 μήνες, κυρίως από καρδιαγγειακή ασθένεια.
Η μελέτη δείχνει επίσης ότι οι δείκτες καρδιακών προσβολών και εγκεφαλικών αυξήθηκαν κατά 17% ανάμεσα σε όσους επηρεάστηκαν. Τα ευρήματα ανοίγουν την πόρτα σε προγράμματα ελέγχου και προληπτικά μέτρα που βελτιώνουν τις πιθανότητες επιβίωσης. Βασίστηκε σε 50.000 άτομα άνω των 40 ετών που ζούσαν στο Ιράν. Οι συμμετέχοντες ήταν κυρίως φτωχοί και συμφώνησαν να ελέγχεται η υγεία τους κατά τη διάρκεια ετήσιων επισκέψεων, που ξεκίνησαν πίσω στο 2004.
«Η μελέτη μας υπογραμμίζει τον ρόλο που βασικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες της ατμοσφαιρικής ρύπανσης εσωτερικών/εξωτερικών χώρων, η πρόσβαση σε σύγχρονες υπηρεσίες υγείας και η εγγύτητα σε θορυβώδεις, μολυσμένους δρόμους, διαδραματίζουν σε όλες τις αιτίες θανάτου και από καρδιαγγειακές παθήσεις ειδικότερα», λέει ο ανώτερος συγγραφέας Dr Rajesh Vedanthan, καρδιολόγος στο NYU Langone Health«Τα ευρήματά μας βοηθούν στη διεύρυνση του προφίλ κινδύνου ασθένειας πέρα από την ηλικία και τους παραδοσιακούς προσωπικούς παράγοντες κινδύνου».
Η χρήση ξυλόφουρνων ή εστιών κηροζίνης για το μαγείρεμα φαγητού που δεν αεριζόταν σωστά μέσω καμινάδας αύξανε επίσης τον κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο κατά 36% και 19%, αντίστοιχα. Το να ζεις μακριά από εξειδικευμένες ιατρικές κλινικές με εργαστήρια καθετηριασμού ικανά να ξεμπλοκάρουν τις φραγμένες αρτηρίες ήταν άλλος ένας επιβαρυντικός παράγοντας.
Ο κίνδυνος θανάτου αυξήθηκε κατά 1% για κάθε 6,2 μίλια απόστασης. Στο Γκολεστάν, οι περισσότεροι άνθρωπο ζουν παραπάνω από 50 μίλια μακριά από τέτοιες μοντέρνες εγκαταστάσεις. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι 1/3 που ζούσε 500 μέτρα μακριά από ένα μεγάλο αυτοκινητόδρομο είχε 13% αυξημένο κίνδυνο θανάτο.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο PLoS OΝΕ και προσδιορίζει τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που αποτελούν το μεγαλύτερο κίνδυνο για την καρδιά και τη συνολική υγεία. Επίσης, προσθέτει τα απαιτούμενα επιστημονικά δεδομένα από άτομα σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Οι περισσότερες μελέτες εστιάζουν σε αστικούς πληθυσμούς σε χώρες υψηλού εισοδήματος με πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση σε μοντέρνες υπηρεσίες υγείας.