Μία πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε από το περιοδικό British Medical, αποκάλυψε ότι οι ασθενείς με LONG COVID ταξιδεύουν στο εξωτερικό για να αναζητήσoυν μία ακριβή θεραπεία «πλύσης αίματος».
Αυτή η πειραματική θεραπεία - η οποία ιατρικώς ονομάζεται αφαίρεση - περιλαμβάνει τη λήψη αίματος από τον οργανισμό και το φιλτράρισμά του. Στην πραγματικότητα, όταν το αίμα περιστρέφεται γρήγορα σε μια φυγόκεντρο, διαχωρίζεται σε στρώματα. Στη συνέχεια, μπορείτε είτε να φιλτράρετε συγκεκριμένα συστατικά είτε να αφαιρέσετε ορισμένα στρώματα και να τα αντικαταστήσετε με πιο επιθυμητά υγρά. Στη συνέχεια, το αίμα επιστρέφει στο σώμα μέσω άλλης φλέβας.
Η αφαίρεση μπορεί να είναι αποτελεσματική για κάποιες παθήσεις, όπως η δρεπανοκυτταρική αναιμία, όπου τα μη φυσιολογικά ερυθρά αιμοσφαίρια μπορούν να αντικατασταθούν και η λευχαιμία, όπου ο ασθενής μπορεί να δει τα λευκά του αιμοσφαίρια να αφαιρούνται και ακόμα και να λάβει λευκά αιμοσφαίρια από έναν υγιή δότη.
Ως θεραπεία για την LONG COVID, η αφαίρεση προτείνεται για το φιλτράρισμα παραγόντων που κυκλοφορούν στο αίμα και συμμετέχουν στη φλεγμονή και στις θρομβώσεις. Ακόμα δεν έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό σε κάποια δοκιμή και εμπεριέχει κινδύνους.
Ποιος, όμως, μπορεί να κατηγορήσει τους LONG COVID ασθενείς που επιδιώκουν μία πειραματική θεραπεία που δεν έχει αποδειχθεί; Δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να ξεκινήσουμε καλής ποιότητας δοκιμές για πιθανές θεραπείες LONG COVID. Υπάρχει ένα κενό παγκοσμίως, όπου πρέπει να υπάρξει μία τεράστια συντονισμένη προσπάθεια.
https://twitter.com/bmj_latest/status/1547883715077951488
Μία καταστροφή δημόσιας υγείας πλησιάζει
Μεσοπρόθεσμα, βλέπουμε μια μέτρια αλλά πραγματική αύξηση στους θρόμβους αίματος (αυτοί δεν είναι μικροθρόμβοι αλλά φυσιολογικοί θρόμβοι ορατοί στην παραδοσιακή απεικόνιση). Παρατηρείται αυτό ακόμη και σε ασθενείς που δεν νοσηλεύτηκαν με COVID-19. Εν τω μεταξύ, νέες διαγνώσεις παθήσεων όπως ο διαβήτης είναι πιο συχνές σε ασθενείς που έχουν αναρρώσει από τον ιό.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της πανδημίας, περισσότεροι από ένας στους τέσσερις ασθενείς που επέζησαν από το νοσοκομείο είχαν πεθάνει ή είχαν επιστρέψει στο νοσοκομείο μέσα στους πρώτους λίγους μήνες από το εξιτήριό τους. Αν και τα εμβόλια είναι πιθανό να έχουν βοηθήσει, δεν γνωρίζουμε ακόμα αν αυτό έχει αλλάξει στα πιο πρόσφατα κύματα.
Όλα αυτά είναι πριν καν φτάσουμε στην πρόκληση της θεραπείας της LONG COVID. Δεν έχουμε ακριβή δεδομένα για τον αριθμό των ατόμων που επηρεάζονται, εν μέρει λόγω της έλλειψης τυποποιημένων ορισμών και διαγνωστικών κριτηρίων. Επί του παρόντος, ο αντίκτυπος δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
Τώρα, οι ασθενείς λαμβάνουν όλο και πιο απελπισμένα μέτρα με την ελπίδα να δουν κάποια βελτίωση στα χρόνια συμπτώματά τους.
Χρειαζόμαστε κλινικές δοκιμές
Η μη αποδεδειγμένες θεραπείες, όπως η αφαίρεση, δείχνουν πόσο πολύ χρειαζόμαστε να βρούμε φάρμακα για την καταπολέμηση της LONG COVID. Ωστόσο, πρέπει να έχουν προηγηθεί κλινικές δοκιμές για την εξέταση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των θεραπειών.
Οι αντιικές θεραπείες και τα εμβόλια έχουν αποδείξει ότι μπορούμε να «τρέξουμε» γρήγορα κλινικές δοκιμές στην πανδημία. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή δεν εφαρμόζονται αυτά τα μαθήματα για την LONG COVID.
Μία τέτοια μελέτη που μπορεί να βοηθήσει είναι η HEAL - COVID, που έχει στρατολογήσει πάνω από 1.000 άτομα που έχουν νοσηλευτεί για COVID-19. Η μελέτη στοχεύει να εντοπίσει πιθανές θεραπείες που μπορούν να βελτιώσουν τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτών των ασθενών και ιδανικά να αποτρέψουν την ανάδυση χρόνιων προβλημάτων υγείας.
Οι δοκιμές για LONG COVID είναι πράγματι πολύπλοκες για διάφορους λόγους, όπως της μεγάλης γκάμας συμπτωμάτων και ιδεών σχετικά με το τι μπορεί να τα προκαλεί. Όμως αυτή η πολυπλοκότητα δεν είναι ανυπέρβλητη.
Εάν δεν επενδύσουμε πόρους και χρήματα για να γίνουν αυτές οι δοκιμές, πολλοί άνθρωποι θα εκτεθούν σε μη αποδεδειγμένες θεραπείες με μεγάλο κόστος και με πιθανές βλάβες. Και στο τέλος, δεν θα ξέρουμε ακόμα αν κάποιο από αυτές λειτουργεί πραγματικά. Η επιβάρυνση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, για να μην αναφέρουμε ανθρώπους και οικογένειες, θα είναι τεράστια.
ΠΗΓΗ: theconversation