Οι ερευνητές στη μελέτη τους περιγράφουν τέσσερις πυλώνες που, όλοι μαζί, συνθέτουν ένα πλέγμα καινοτομίας σε μια οικονομία. Περιλαμβάνουν την έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη (το γνωστό R&D) που παράγει καινοτομία, την οικοδόμηση ικανοτήτων και δεξιοτήτων γι’ αυτό τον σκοπό, τους μηχανισμούς ανάπτυξης, διάχυσης και απορρόφησης των καινοτομιών και, τέλος, την επιχειρηματικότητα εντάσεως γνώσης, που μετατρέπει την καινοτομία σε προϊόντα, διαδικασίες και υπηρεσίες. Όλοι αυτοί οι πυλώνες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με διάφορους τρόπους και μέσω διαφόρων "μεσαζόντων".
Το "σύστημα καινοτομίας" μιας χώρας, παρεμπιπτόντως, περιλαμβάνει όλους τους φορείς (ερευνητικούς οργανισμούς, Πανεπιστήμια, επιχειρήσεις) και το ρυθμιστικό πλαίσιο που ορίζει τους κανόνες της παραγωγής καινοτομίας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το σύστημα καινοτομίας περιλαμβάνει κυρίως τρεις πυλώνες:
- τις επιχειρήσεις (μεγάλες, ώριμες μικρομεσαίες, και καινοτόμα start-ups),
- το εκπαιδευτικό σύστημα (ερευνητικοί φορείς, πανεπιστήμια, φορείς κατάρτισης) και
- το πολιτικό-διοικητικό σύστημα (κυβέρνηση, κρατικοί φορείς κλπ.).
Αυτοί οι τρεις πυλώνες συνεργάζονται και αλληλοεπηρεάζονται με διάφορους τρόπους (και διάφορους μεσάζοντες, από θερμοκοιτίδες μέχρι φορείς χρηματοδότησης) που, όλοι μαζί, παρουσιάζονται στην έρευνα. Συνοπτικά το όλο πλέγμα αλληλεπιδράσεων και συσχετισμών μπορείτε να το δείτε αναλυτικά στο παρακάτω σχήμα. Είναι περίπλοκο.
Λεφτά υπάρχουν
Αυτό το σύστημα έχει οδηγήσει σε κάποιες μεγάλες επιτυχίες, για τις οποίες συχνά διαβάζετε στις εφημερίδες. Ωστόσο, όσο αξιοθαύμαστες κι αν είναι, τέτοιες περιπτώσεις παραμένουν λίγες. Στο ελληνικό σύστημα καινοτομίας, βεβαίως, δεν είναι όλα ζοφερά και δυσκίνητα. Πρώτα απ’ όλα -και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό- φαίνεται πως σε αυτή τη χρονική συγκυρία, όσον αφορά την έρευνα και την καινοτομία, λεφτά υπάρχουν.
Δύο εργαλεία είναι διαθέσιμα για να προωθηθεί η αύξηση των δαπανών σε R&D σε μια χώρα:
- η άμεση χρηματοδότηση ερευνητικών έργων από κρατικούς πόρους, και
- τα κίνητρα για επιχειρήσεις ώστε να επενδύσουν σε R&D.
Στη χώρα μας γίνονται προσπάθειες και προς τις δύο κατευθύνσεις:
- Το 2019 το κράτος δαπάνησε σχεδόν €1 δισ. για δράσεις έρευνας και καινοτομίας στη χώρα.
- Το πρόγραμμα "Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ" του ΕΣΠΑ το 2018 χρηματοδότησε με €388 εκατ. 606 ερευνητικά έργα και συνεργασίες μεταξύ Πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων.
- Το ΕΛΙΔΕΚ (Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας) χρηματοδοτεί ερευνητές με καθαρά ερευνητικά κριτήρια και διαχειρίζεται περίπου €240 εκατ. (από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και, κυρίως, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων) για μια τριετία.
- Το Equifund, ένα μεγάλο ευρωπαϊκό χρηματοδοτικό εργαλείο που στη χώρα μας ξεκίνησε με €260 εκατ. και μπορεί να "σηκώσει" σε συνεργασία με ιδιώτες και τράπεζες έως και €1 δισ., στοχεύει στη χρηματοδότηση ελληνικών επιχειρήσεων μέσω 6 νέων venture funds (που χρηματοδοτούν αποκλειστικά start-ups) και 3 funds που επενδύουν σε πιο ώριμες επιχειρήσεις, τα οποία δημιουργήθηκαν ακριβώς με αυτό τον σκοπό.
- Το ΕΣΠΑ, φυσικά, περιλαμβάνει κι άλλα προγράμματα δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για την ψηφιακή αναβάθμιση επιχειρήσεων και τη δημιουργία cluster ενώ,
Το γιγάντιο πρόγραμμα "Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα, Καινοτομία" (σύντομα: ΕΠΑνΕΚ) ύψους σχεδόν €5 δισ. (τα 3,84 δισ. από αυτά είναι ευρωπαϊκά χρήματα). - Βεβαίως, υπάρχουν μια πληθώρα άλλα μικρά ή μεγάλα επενδυτικά εργαλεία (απαριθμούνται αναλυτικά στη μελέτη, σ. 190-191) από άλλες ιδιωτικές ή μη πηγές, από προγράμματα τραπεζών, βραβεία και διαγωνισμούς καινοτομίας, μεμονωμένους "angel investors" και πολλά άλλα.
Ταυτόχρονα, Έλληνες επιστήμονες διαχρονικά διεκδικούν και κερδίζουν πολλά και μεγάλα ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα της Ε.Ε. Τα τελευταία 36 χρόνια η χώρα μας βρίσκεται σταθερά στην πρώτη δεκάδα της Ε.Ε. ως προς τη συμμετοχή της σε τέτοια προγράμματα:
- 77.000 ερευνητικοί οργανισμοί από όλη την Ευρώπη συμμετείχαν σε προγράμματα του πιο πρόσφατου Horizon 2020, συνολικού προϋπολογισμού 80 δισ. Από όλους αυτούς, επτά ελληνικοί βρίσκονται στο Top-100 των πιο δικτυωμένων και δραστήριων.
- Το ΕΜΠ, που έχει συμμετάσχει σε 1.263 τέτοια προγράμματα τα τελευταία 36 χρόνια, είναι στην 7η θέση. Το πανεπιστήμιο Imperial του Λονδίνου είναι στην 9η. Το Πολυτεχνείο του Μιλάνου στην 15η. Το ερευνητικό τμήμα της γερμανικής Siemens στη 19η.
Σήμερα, ελλείψει εναλλακτικών επιλογών χρηματοδότησης, πάνω από το 10% των συνολικών δαπανών για R&D κάθε χρόνο στη χώρα μας προέρχεται από τέτοια ευρωπαϊκά προγράμματα. Με αυτό τον τρόπο, οι δημόσιες δαπάνες για R&D, που διαχρονικά ήταν πολύ χαμηλές στη χώρα μας, πλέον πλησιάζουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (0,68% του ΑΕΠ το 2019 έναντι 0,70% στην Ε.Ε.).
Πολυ χαμηλές οι δαπάνες για R&D από τον ιδιωτικό τομέα
Ταυτόχρονα, όμως, οι δαπάνες για R&D από τον ιδιωτικό τομέα είναι πολύ χαμηλές (0,59% του ΑΕΠ, έναντι 1,42% που είναι ο μέσος όρος στην Ε.Ε.). Σε έρευνα των ΣΕΒ/ΙΟΒΕ που έγινε σε 2.000 επιχειρήσεις το 2011-2013, μόλις μία στις επτά δήλωναν ότι έχουν κάποιας μορφής συνεργασία με πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο. Οι συνολικές δαπάνες για R&D στη χώρα μας ήταν 2,34 δισ. ευρώ για το 2019, δηλαδή 1,27% του ΑΕΠ, έναντι 2,14% στην Ε.Ε. Χώρες με παρόμοιο πληθυσμό όπως το Βέλγιο ή η Αυστρία δαπανούν πενταπλάσια ποσά (13,8 και 12,7 δισ. αντίστοιχα για το 2019).
Παράλληλα, οι Έλληνες ερευνητές μπορεί να παράγουν πολλές και πολύ υψηλού επιπέδου επιστημονικές δημοσιεύσεις, αλλά η έρευνά τους οδηγεί σε ελάχιστες πατέντες. Στην Ελλάδα κατατίθενται μόνο 8,38 αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας ανά εκατ. κατοίκους, την ώρα που μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 106,84.
Το ελληνικό σύστημα παραγωγής έρευνας, εξάλλου, είναι εξαιρετικά κλειστό και εσωστρεφές. Ελάχιστοι ξένοι ερευνητές έρχονται να εργαστούν στην Ελλάδα (μόλις το 1,4% των υποψήφιων διδακτόρων είναι από χώρες του εξωτερικού, έναντι 21,4% στην Ε.Ε.). Η αντίθετη πορεία, δε, είναι πολύ πιο συνηθισμένη. Ως εκ τούτου, οι άνθρωποι που εργάζονται στο R&D στην Ελλάδα υπολογίζονται μόνο σε περίπου 55.000, την ώρα που στο Βέλγιο και την Αυστρία απασχολούνται σχεδόν διπλάσιοι.