Κι αυτό διότι ο προληπτικός έλεγχος αυτού του οργάνου που προστατεύει όλα τα υπόλοιπα μπορεί να σας γλιτώσει από μελλοντική ταλαιπωρία, άγχος και οικονομική αιμορραγία. Κυρίως, όμως, γιατί μπορεί να εντοπίσει βλάβες πολύ πριν γίνουν ορατές με γυμνό μάτι ή αντιληπτές μέσω της αυτοεξέτασης, και να επιτρέψει τη θεραπεία τους προτού η εξέλιξή τους μειώσει τις πιθανότητες ίασης.
«Ο πρωταρχικός σκοπός του ετήσιου δερματολογικού ελέγχου είναι η έγκαιρη ανίχνευση ανωμαλιών και βλαβών που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε κακοήθειες. Σύμφωνα με στοιχεία, ο καρκίνος του δέρματος είναι από τους πιο συχνούς παγκοσμίως. Ωστόσο, το πενταετές ποσοστό επιβίωσης των ασθενών π.χ. με μελάνωμα είναι 99%, εάν διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί σε αρχικά στάδια. Γι’ αυτό οι συστηματικοί έλεγχοι του δέρματος μπορούν πραγματικά να σώσουν ζωές», τονίζει ο Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Πότε, όμως, γίνεται η εξέταση; Πώς γίνεται; Ποιοι δεν πρέπει να την παραλείπουν ποτέ;
Όπως μας εξηγεί ο δρ Στάμου, δεν υπάρχει συγκεκριμένη ηλικία που κάποιος πρέπει να ξεκινήσει τους ετήσιους ελέγχους από επαγγελματία. Η παράμετρος αυτή όπως και η περιοδικότητα (καθώς μπορεί να απαιτείται τακτικότερος έλεγχος, ανά 6μηνο ή 3μηνο) καθορίζεται από τον δερματολόγο και εξαρτάται από την ύπαρξη ιστορικού μελανώματος, άλλων καρκίνων του δέρματος ή προκαρκινικών βλαβών του, συγγενή πρώτου βαθμού με μελάνωμα, μεγάλου αριθμού σπίλων (50) ή ιστορικό άτυπων σπίλων και ιστορικού ηλιακών εγκαυμάτων με φουσκάλες. Επίσης, εξαρτάται από τη συχνότητα έκθεσης στον ήλιο, λόγω επαγγέλματος ή τόπου διαμονής και από τα φυσικά χαρακτηριστικά του ατόμου (ανοιχτόχρωμο δέρμα και χρώμα ματιών).
Η εξέταση είναι απλή, μη επεμβατική και ανώδυνη. Κατά τη διάρκειά της ελέγχεται όλο το σώμα, από τα δάχτυλα των ποδιών έως το κεφάλι, ακόμα και τα σημεία που είναι δύσκολο ή αδύνατον να ελεγχθούν με αυτοεξέταση, όπως το τριχωτό της κεφαλής, οι γλουτοί ή τα γεννητικά όργανα (εφόσον ο ασθενής το επιθυμεί).
Ο γιατρός αναζητά εξογκώματα ή ανοιχτές πληγές που δεν επουλώνονται, καθώς θα μπορούσαν να είναι καρκίνοι του δέρματος. Μικρές τραχιές βλατίδες στο πρόσωπο, τα χέρια ή τα αντιβράχια, που ενδεχομένως να είναι προκαρκινικές βλάβες. Σπίλους που είναι ασύμμετροι ή έχουν ασυνήθιστο χρώμα, ή ασαφές περίγραμμα ή μεγάλο μέγεθος, που θα μπορούσαν να είναι ένδειξη μελανώματος. Επίσης, παρατηρεί με προσοχή τα νύχια και τους βλεννογόνους, καθώς μια σκούρα κηλίδα κάτω από ένα νύχι ή μέσα στο στόμα μπορεί επίσης να είναι μελάνωμα. «Οι εξετάσεις που επιτρέπουν την εξέταση των σπίλων και του δέρματος για τυχόν κακοήθεις βλάβες είναι η δερματοσκόπηση και η χαρτογράφηση σπίλων. Η δερματοσκόπηση γίνεται με τη χρήση ενός οργάνου που λέγεται δερματοσκόπιο, το οποίο εκπέμπει πολωμένο φως και φέρει ειδικούς φακούς, πολύ ισχυρότερους από τους απλούς μεγεθυντικούς φακούς που χρησιμοποιούνται στα δερματολογικά ιατρεία. Η χαρτογράφηση είναι η καταγραφή του συνόλου των σπίλων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και ανάλυσή τους με ειδικό λογισμικό, που επιτρέπει την πρόβλεψη εξαλλαγής κάποιου και μελλοντικά τον εντοπισμό οποιασδήποτε διαφοροποίησης σε σχέση με την προηγούμενη εξέταση», διευκρινίζει ο δρ Στάμου.
Εκτός όμως από τον έγκαιρο εντοπισμό προκαρκινικών και καρκινικών βλαβών, το ετήσιο checkup στον δερματολόγο έχει κι άλλους σκοπούς. Ο πρώτος είναι ο εντοπισμός άγνωστων μέχρι εκείνη τη στιγμή παθήσεων του δέρματος (όπως μυρμηγκιές), των νυχιών (όπως η ονυχομυκητίαση), αλλά και των τριχών (όπως η γυροειδής αλωπεκία), καθώς και η χορήγηση της ενδεδειγμένης θεραπείας και παροχή συμβουλών για τη διαχείρισή τους. Ο δεύτερος είναι η επανεξέταση των ήδη γνωστών δερματολογικών νοσημάτων, όπως η ψωρίαση, η ροδόχρους ακμή και το έκζεμα, αφού ορισμένα από αυτά απαιτούν επανέλεγχο για χρόνια ή ακόμα και για όλη τη ζωή του ασθενή.
Τέλος, στα άτομα που έχουν ενεργή σεξουαλική ζωή το ετήσιο checkup στο δερματολόγο πρέπει να περιλαμβάνει και τον έλεγχο για σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, όπως τα κονδυλώματα γεννητικών οργάνων, τα οποία συχνά υποτροπιάζουν.
«Η αυτοεξέταση βοηθά στην ανεύρεση τυχόν αλλαγών στο δέρμα, αλλά δεν επαρκεί, ούτε εξασφαλίζει τον εντοπισμό τυχόν κακοηθειών. Μόνο η εξέταση από εξειδικευμένο και έμπειρο δερματολόγο με υπερσύγχρονα όργανα μπορεί, μέσα σε 30 λεπτά, να προσφέρει έγκαιρη διάγνωση, ώστε να εφαρμοστεί το συντομότερο η κατάλληλη θεραπεία», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.