Το άγχος για την υγειονομική κρίση και η ανασφάλεια για το επαγγελματικό – οικονομικό μέλλον, φαίνεται να βάζουν «φρένο» στην τεκνοποίηση, προοιωνίζοντας μια επερχόμενη «βουτιά» στα μεγέθη των πληθυσμών κατά τα χρόνια που έρχονται.
Αυτό είναι κάτι που το έχει δείξει και η ιστορία άλλωστε, καθώς οι αυξήσεις στη θνησιμότητα λόγω γεγονότων, όπως πόλεμοι, λιμοί και πανδημίες, ακολουθήθηκαν από αλλαγές στη γονιμότητα, κατά το παρελθόν, με αποτέλεσμα λιγότερες γεννήσεις βραχυπρόθεσμα και ανάκαμψη τα επόμενα χρόνια.
Ωστόσο, η επίπτωση αυτή έρχεται να επιδεινώσει μία κατάσταση που υπήρχε ήδη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Lancet, ο παγκόσμιος δείκτης γονιμότητας έπεσε σχεδόν στο μισό (2,4) το 2017, ενώ αναμενόταν να φτάσει κάτω από το 1,7 μέχρι το 2100 (προ πανδημίας οδηγώντας σε μεγάλη συρρίκνωση του πληθυσμού μέχρι το τέλος του αιώνα.
«Παρότι κατά το ξέσπασμα της πανδημίας υπήρχε η υπόθεση ότι, λόγω του εγκλεισμού των ανθρώπων στο σπίτι με τους συντρόφους τους και της έλλειψης δραστηριοτήτων, θα υπήρχε αύξηση των γεννήσεων σε εννέα μήνες, φαίνεται ότι τελικά οι προβλέψεις ανατρέπονται. Κι αυτό, γιατί η πανδημία, εκτός από αιτία εγκλεισμού, έγινε και πηγή τεράστιας οικονομικής απώλειας, αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Επίσης, η καραντίνα επέφερε συγκρούσεις μεταξύ των ζευγαριών αλλά και καθυστερήσεις στους γάμους, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις η τεκνοποίηση να αναβάλλεται», αναφέρει ο δρ Χάρης Χ. Χηνιάδης, Μαιευτήρας-Χειρουργός Γυναικολόγος με εξειδίκευση στην Εξωσωματική Γονιμοποίηση και τη Λαπαροσκοπική Χειρουργική.
Τι δείχνουν τα στοιχεία Σύμφωνα με άλλο άρθρο, σχετικά με τις αναμενόμενες επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στη γονιμότητα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science, δεδομένης της μη αναστρέψιμης φύσης της τεκνοποίησης και του σημαντικού κόστους που σχετίζεται με την ανατροφή των παιδιών και σε συνδυασμό με την ανεργία και την απώλεια εισοδήματος, η γονιμότητα θα μειωθεί αναγκαστικά. Μελέτη που διεξήχθη την άνοιξη από το London School of Economics μπορεί να προσφέρει μια γεύση για το τι μέλλει γενέσθαι. Διαπίστωσε ότι η πανδημία του κορωνοϊού είχε κατά κύριο λόγο αρνητικό αντίκτυπο στα σχέδια τεκνοποίησης των ατόμων 18-34 ετών σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες: το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Γερμανία. «Είναι ενδεικτικό ότι, όπως προκύπτει από έκθεση του Ιδρύματος Brookings, στο Ηνωμένο Βασίλειο η μείωση των γεννήσεων θα μπορούσε να είναι της τάξης των 300.000 έως 500.000 τον επόμενο χρόνο. Οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται σε μελέτες οικονομικής συμπεριφοράς γονιμότητας, καθώς και σε δεδομένα από τη Μεγάλη Ύφεση του 2007-2009 και την Ισπανική Γρίπη του 1918.
Μάλιστα, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι η COVID-19 θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση των γεννήσεων από εκείνη που παρατηρήθηκε μετά την πανδημία του 1918, καθώς κατά τη διάρκεια της ισπανικής γρίπης, η οικονομική δραστηριότητα δεν επιβραδύνθηκε, επειδή οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση και τα εργοστάσια έπρεπε να παραμείνουν ανοιχτά προκειμένου να παράγουν όπλα», σημειώνει ο δρ Χηνιάδης. Μια άλλη έρευνα, του Ινστιτούτου Guttmacher, σε 2.009 γυναίκες μεταξύ 18 και 49 ετών, στις αρχές Μαΐου, διαπίστωσε ότι πάνω από το 40% των γυναικών είχαν αλλάξει τα σχέδιά τους σχετικά με το πότε θα κάνουν παιδιά εξαιτίας της πανδημίας. Εντούτοις, το 17% των γυναικών που ερωτήθηκαν ανέφεραν ότι θα ήθελαν να έχουν περισσότερα παιδιά ή να μεγαλώσουν την οικογένειά τους νωρίτερα.
«Παρά τις καθυστερήσεις και τις αναβολές στην τεκνοποίηση που παρατηρούνται κατά την περίοδο της υγειονομικής κρίσης, η ζήτηση για υπηρεσίες γονιμότητας, φαίνεται να παραμένει σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας. Οι άνθρωποι που καταφεύγουν σε αυτού του είδους τις υπηρεσίες έχουν πάρει την απόφαση να γίνουν γονείς καιρό πριν και δεν καθυστερούν τις θεραπείες τους, αφού ξέρουν ότι ο χρόνος μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της προσπάθειάς τους», εξηγεί ο δρ Χηνιάδης.
«Κατιούσα» και στην Ελλάδα
Η ίδια καθοδική τάση επικρατεί και στην Ελλάδα, με τις προβλέψεις να βασίζονται στους τοκετούς που αναμένονται μέχρι το Δεκέμβριο. «Ακολουθώντας την παγκόσμια τάση, φαίνεται ότι και στη χώρα μας πολλά ζευγάρια επιλέγουν να καθυστερήσουν ή να αναβάλουν την τεκνοποίηση. Δεδομένου, όμως, ότι η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά γεννήσεων από μητέρες άνω των 40 ετών στην Ευρώπη, η καθυστέρηση αυτή μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στο αν θα καταφέρουν τελικά να μείνουν έγκυες ή όχι. Αυτό που παρατηρούμε στη χώρα μας είναι ότι οι αναμενόμενοι τοκετοί μέχρι το τέλος του έτους παρουσιάζουν μία μείωση της τάξεως του 5-10%, σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια», αναφέρει ο δρ Χηνιάδης.
Στην Ελλάδα, η εξέλιξη αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα, δεδομένου του τεράστιου προβλήματος υπογεννητικότητας που αντιμετωπίζει η χώρα.
Τα στοιχεία της μελέτης που δημοσιεύτηκε στο Lancet, καταδεικνύουν ότι το 2017 ο πληθυσμός της χώρας ανερχόταν σε 10,4 εκατομμύρια. Σύμφωνα με την πιο ευοίωνη πρόβλεψη των ερευνητών, ο πληθυσμός μας το 2100 θα ανέρχεται σε 5,48 εκατομμύρια, ενώ το χειρότερο σενάριο θέλει τον ελληνικό πληθυσμό να κατακρημνίζεται στα 4,73 εκατομμύρια.
Σε κάθε περίπτωση, η σταθερότητα, η ασφάλεια και η προβλεψιμότητα, αποτελούν συνθήκες καθοριστικές για την απόφαση της τεκνοποίησης και οι επιπτώσεις της πανδημίας, κάθε άλλο από ένα τέτοιου είδους περιβάλλον διαμορφώνουν. Το μη κερδοσκοπικό σωματείο BE-LIVE, με ιδρυτές τους Γυναικολόγους Αναπαραγωγής Χάρη Χηνιαδη και Βασίλη Κελλάρη, δίνει ελπίδες δημιουργίας οικογένειας σε υπογόνιμα ζευγάρια, τα οποία δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να καλύψουν τις δαπάνες των προσπαθειών της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
«Σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, που παρουσιάζει όλο και υψηλότερη υπογεννητικότητα και σταθερή μείωση του ενεργού πληθυσμού, το σωματείο Be–Live προσφέρει προοπτική σε υπογόνιμα ζευγάρια, που παράλληλα αντιμετωπίζουν και οικονομικά προβλήματα. Ήδη, μέσα στον έναν χρόνο της ζωής του, έχει συμβάλλει στη γέννηση 14 παιδιών από δωρεάν εξωσωματική γονιμοποίηση στη χώρα μας και συνεχίζει την προσπάθειά του ακόμη και υπό τις αντίξοες για την τεκνοποίηση συνθήκες της πανδημίας. Το σύνθημά μας είναι: βρίσκουμε λύσεις, δίνουμε ελπίδα», αναφέρει ο δρ Χηνιάδης.