Οι νεαρές γυναίκες είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού με πιο επιθετικά βιολογικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες γυναίκες. Τέτοια χαρακτηριστικά αφορούν την ύπαρξη μεγαλύτερου μεγέθους όγκου , την ύπαρξη πιο προχωρημένου σταδίου, τους αρνητικούς ορμονικούς υποδοχείς (υποδοχέας οιστρογόνου [ER] και υποδοχέας προγεστερόνης [PR]) και την υπερέκφραση του υποδοχέα 2 του ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (ERBB2). Επιπλέον, εκτός από τις γυναίκες υψηλού κινδύνου, τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του μαστού δεν είναι διαθέσιμα για γυναίκες ηλικίας κάτω των 40 ετών. Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής), Δρ. Μαρία Καπαρέλου (Ογκολόγος – Παθολόγος) και Θάνος Δημόπουλος (τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Ογκολογίας-Αιματολογίας και Διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής), συνοψίζουν τα νεότερα δεδομένα.
Πρόσφατες μελέτες βρήκαν μια αυξανόμενη τάση στη συχνότητα εμφάνισης του καρκίνου του μαστού μεταξύ των νεαρών γυναικών, αλλά λίγες μελέτες περιέγραψαν αναλυτικά τα μοτίβα τάσης σε σχέση με τους ορμονικούς υποδοχείς, το στάδιο και την φυλή.
Στη μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο JAMA, συμπεριλήφθηκαν γυναίκες ηλικίας 20 έως 49 ετών με πρωτοπαθή διηθητικό καρκίνο του μαστού. Οι συγγραφείς περιέγραψαν την τάση στα ποσοστά εμφάνισης καρκίνου του μαστού σε γυναίκες ηλικίας 20 έως 49 ετών τα τελευταία 20 χρόνια, καθώς και την επίπτωση ανά φυλή και εθνικότητα, κατάσταση των ορμονικών υποδοχέων και στάδιο.
Από 217815 γυναίκες που συμπεριλήφθηκαν σε αυτή τη μελέτη, η πλειοψηφία διαγνώστηκε με όγκο ER+/PR+ (61,5%) και διαγνώστηκε με όγκο σταδίου Ι (37,6%). Συνολικά, η επίπτωση του διηθητικού καρκίνου του μαστού αυξήθηκε, με αυξητικές τάσεις σε όλες σχεδόν τις φυλετικές ομάδες.
Το ποσοστό επίπτωσης βάσει ηλικίας (ASIR) αυξήθηκε για τους όγκους ER+/PR+ και ER+/PR− και μειώθηκε για ER−/PR+ και όγκους ER−/PR−. Για τις γυναίκες ηλικίας 20 έως 29 και 30 έως 39 ετών, τα ποσοστά επίπτωσης βάσει ηλικίας ASIR ήταν υψηλότερα μεταξύ των μη Ισπανόφωνων έγχρωμων γυναικών. Για τις γυναίκες ηλικίας 40 έως 49 ετών, το ποσοστό επίπτωσης βάσει ηλικίας ήταν χαμηλότερο για τις μη Ισπανόφωνες έγχρωμες γυναίκες σε σύγκριση με τις μη Ισπανόφωνες λευκές γυναίκες. Τα ποσοστά επίπτωσης αυξήθηκαν για όγκους σταδίου Ι και IV, αλλά μειώθηκαν για όγκους σταδίου ΙΙ και ΙΙΙ.
Τα ευρήματα αυτά της μελέτης υποδηλώνουν ότι η αξιολόγηση του κινδύνου καρκίνου του μαστού θα πρέπει να ξεκινά σε νεαρή ηλικία για να καθοριστεί εάν ο στοχευμένος έλεγχος θα πρέπει να συνιστάται νωρίτερα σε γυναίκες υψηλού κινδύνου.
Οι Ισπανόφωνες γυναίκες τεκνοποιούν νωρίτερα και θηλάζουν για μεγαλύτερες περιόδους σε σύγκριση με μη Ισπανόφωνες λευκές γυναίκες, που μπορεί να συμβάλει στο να έχουν ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά επίπτωσης που παρατηρήθηκε στη μελέτη. Ωστόσο, αυτό μπορεί να αλλάζει καθώς τα ποσοστά γονιμότητας πέφτουν και η ηλικία κατά την πρώτη γέννηση αυξάνεται στις ισπανόφωνες γυναίκες επόμενης γενιάς, γεγονός που επηρεάζει τον κίνδυνο. Μια μελέτη μετανάστευσης διαπίστωσε ότι οι αυξημένοι κίνδυνοι καρκίνου του μαστού μεταξύ των ισπανόφωνων γυναικών σχετίζονταν με μεγαλύτερο χρόνο παραμονής στις ΗΠΑ.
Η ηλικία κατά την πρώτη γέννηση για τις γυναίκες στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί από το 1970 έως το 2017. Η μεγαλύτερη ηλικία κατά την πρώτη γέννηση έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο όγκων ER+/PR+ και μειωμένο κίνδυνο όγκων ER−/PR−. Η παχυσαρκία μπορεί επίσης να είναι ένας από τους πιθανούς λόγους για τη μείωση των ER− όγκων μεταξύ νεαρών γυναικών στις ΗΠΑ. Μια μελέτη διαπίστωσε ότι ο δείκτης μάζας σώματος ενηλίκων συσχετίστηκε αντιστρόφως με τον κίνδυνο ER−/PR− καρκίνου του μαστού στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Έχει καταγραφεί αυξητική τάση στον επιπολασμό της παχυσαρκίας ή του υπέρβαρου ενήλικου κατά την περίοδο της μελέτης.
Παρατηρήθηκε επίσης η αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης όγκων σταδίου Ι. Αυτή η αύξηση μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι νεαρές γυναίκες ανίχνευαν όγκους νωρίτερα από ό,τι θα έκαναν τις προηγούμενες δεκαετίες. Η εισαγωγή εκστρατειών δημόσιας υγείας για την παροχή πληροφοριών σε νεαρές γυναίκες σχετικά με τους κινδύνους και τα σημάδια του καρκίνου του μαστού, καθώς και η εισαγωγή γενετικού τεστ για μεταλλάξεις BRCA και η επακόλουθη στενή παρακολούθηση θετικών ασθενών μπορεί να ευθύνονται για αυτήν την πρώιμη ανίχνευση.
Διαπιστώθηκε επίσης αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης όγκων σταδίου IV. Ο προσυμπτωματικός έλεγχος για γυναίκες που δεν διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού δεν συνιστάται πριν από την ηλικία των 40 ετών, έτσι οι γυναίκες αυτές δεν ανακαλύπτουν τον καρκίνο μέχρι να φτάσει σε πιο προχωρημένο στάδιο. Παχυσαρκία είναι ένας άλλος παράγοντας κινδύνου για καρκίνο του μαστού προχωρημένου σταδίου καθώς ο επιπολασμός της παχυσαρκίας έχει αυξηθεί σημαντικά στις ΗΠΑ. Αν και υψηλότερος δείκτης μάζας σώματος σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο προεμμηνοπαυσιακού καρκίνου του μαστού, μια προηγούμενη μελέτη είχε αναφέρει θετική συσχέτιση μεταξύ μάζας σώματος και προχωρημένου σταδίου κατά τη διάγνωση, ιδιαίτερα σε νεαρές γυναίκες.
Σε αυτή τη μελέτη τα ευρήματα υπογραμμίζουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σε συγκεκριμένους παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου του μαστού μεταξύ νεότερων γυναικών και πιθανές στοχευμένες στρατηγικές πρόληψης του καρκίνου του μαστού για ομάδες υψηλού κινδύνου.