Η μελέτη του ECDC παρέχει τεκμηριωμένες εκτιμήσεις για τον επιπολασμό των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων (ΣΜΝ) στην Ευρώπη και προσδιορίζει τις ομάδες πληθυσμού που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο να προσβληθούν από αυτές τις λοιμώξεις.
Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, τα οποία συγκαταλέγονται μεταξύ των συχνότερα αναφερόμενων λοιμώξεων παγκοσμίως, παραμένουν μια σημαντική πρόκληση για τη δημόσια υγεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΕ/ΕΟΧ), όπου τα κράτη μέλη αναφέρουν ετησίως περίπου 300 000 νέες διαγνώσεις βακτηριακών σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων.
Ωστόσο, ο αριθμός αυτός υποεκτιμά την πραγματική διάσταση των επιδημιών ΣΜΝ στην ΕΕ/ΕΟΧ λόγω των διαφορών στην κάλυψη των εθνικών συστημάτων επιτήρησης και στις πρακτικές εξέτασης και αναφοράς.
Η ανασκόπηση, η οποία συγκέντρωσε εκτιμήσεις επιπολασμού των χλαμυδίων, της γονόρροιας, της σύφιλης και της τριχομονάδας στις χώρες της ΕΕ/ΕΟΧ, εντόπισε τον δυσανάλογο αντίκτυπο που έχουν οι επιδημίες ΣΜΝ σε ορισμένες ομάδες, όπως οι νέοι, οι άνδρες που κάνουν σεξ με άνδρες (MSM) και οι εργαζόμενοι στο σεξ. Για παράδειγμα, οι νέοι ηλικίας 15 έως 24 ετών έχουν σημαντικά υψηλότερο επιπολασμό χλαμυδίων και γονόρροιας από ό,τι ο γενικός πληθυσμός. Ειδικότερα, οι νεαρές γυναίκες έχουν σχεδόν διπλάσια ποσοστά επιπολασμού για τα χλαμύδια και τη γονόρροια σε σύγκριση με τις γυναίκες όλων των ηλικιών.
Ομοίως, οι MSM στην ΕΕ/ΕΟΧ παρουσιάζουν σημαντικά υψηλά ποσοστά επιπολασμού για διάφορα ΣΜΝ, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για στοχευμένες προσπάθειες πρόληψης. Μεταξύ των MSM, βρίσκονται όσοι ζουν με τον HIV και όσοι λαμβάνουν προφύλαξη πριν από την έκθεση (PrEP) για τον HIV έχουν υψηλότερο επιπολασμό βακτηριακών ΣΜΝ, γεγονός που υποδηλώνει την ευπάθειά τους σε κακές εκβάσεις της σεξουαλικής υγείας και την ανάγκη για εύκολη πρόσβαση σε εξετάσεις και θεραπεία.
Το κενό δεδομένων
Παρά τα παραπάνω, η παρούσα ανασκόπηση διαπίστωσε ότι υπάρχει έλλειψη πρόσφατων και μεθοδολογικά αξιόπιστων εκτιμήσεων σχετικά με τον επιπολασμό των ΣΜΝ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό το κενό δεδομένων εμποδίζει την πλήρη κατανόηση της έκτασης της εξάπλωσης των ΣΜΝ και την εξακρίβωση των ευπαθειών σε ορισμένους πληθυσμούς. Εμποδίζει επίσης την ανάπτυξη αποτελεσματικών και στοχευμένων στρατηγικών πρόληψης για τη δημόσια υγεία. Η ανασκόπηση αποκαλύπτει επίσης ότι ορισμένες ομάδες πληθυσμού που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, όπως οι εργαζόμενοι στο σεξ και οι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς, γεγονός που περιορίζει περαιτέρω τη δυνατότητα αντιμετώπισης των ειδικών αναγκών τους στον τομέα της σεξουαλικής υγείας.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, το ECDC συνιστά στις χώρες της ΕΕ/ΕΟΧ να ενισχύσουν την ικανότητά τους να κατανοούν και να τεκμηριώνουν τα πρότυπα, τη δυναμική της μετάδοσης και τις επιπτώσεις των ΣΜΝ εντός ενός πληθυσμού. Το ECDC συμβουλεύει τις χώρες να χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις επιπολασμού και άλλα δεδομένα για την εφαρμογή μέτρων πρόληψης και ελέγχου των ΣΜΝ που βασίζονται σε αποδείξεις.
Εθνικές στρατηγικές
Επιπλέον, το ECDC συνιστά στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν εθνικές στρατηγικές για τον έλεγχο των ΣΜΝ, είτε ως ξεχωριστό σχέδιο είτε ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για τη σεξουαλική υγεία συνολικά. Οι στρατηγικές αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν εκπαίδευση σε θέματα σεξουαλικής υγείας, εκστρατείες για ασφαλές σεξ και προώθηση του προφυλακτικού και να εξασφαλίζουν προσβάσιμες εξετάσεις, θεραπεία και φροντίδα σεξουαλικής υγείας, υποστηριζόμενες από κατευθυντήριες γραμμές που βασίζονται σε στοιχεία και αποτελεσματική ενημέρωση των συντρόφων. Η συνεργασία με κοινοτικές οργανώσεις που προσφέρουν υπηρεσίες σε πληθυσμούς υψηλού κινδύνου είναι σημαντική για στοχευμένες και αποτελεσματικές προσπάθειες ελέγχου.
Η αντιμετώπιση των κενών στην επιτήρηση και την πρόληψη των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση της εξάπλωσης των λοιμώξεων και τελικά την εξάλειψή τους ως απειλή για τη δημόσια υγεία στην Ευρώπη. Η ενισχυμένη συλλογή δεδομένων και οι στοχευμένες στρατηγικές πρόληψης αποτελούν βασικά βήματα προς την επίτευξη αυτού του στόχου.