Σύμφωνα μάλιστα με σχετικές έρευνες, το ποσοστό του πληθυσμού με δυσανεξία στη λακτόζη υπερβαίνει το 65%.Τί συμβαίνει όμως στον οργανισμό των ατόμων με δυσανεξία στη λακτόζη, ποια είναι τα συμπτώματα και με ποια άλλα προϊόντα μπορούν να αντικαταστήσουν τα κοινά γαλακτοκομικά;
Η λακτόζη είναι ένας δισακχαρίτης (υδατάνθρακας) που συναντάμε κυρίως στα γαλακτοκομικά προϊόντα σε διάφορα ποσοστά. Η δυσανεξία στη λακτόζη συγκεκριμένα, αφορά την κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός ενός ανθρώπου αδυνατεί να µεταβολίσει τη λακτόζη και δεν μπορεί να διασπάσει όλη την ποσότητα που προσλαμβάνει.
Όσον αφορά τα συμπτώματα, τα άτομα που έχουν δυσανεξία στη λακτόζη εμφανίζουν συνήθως ναυτία, κράμπες στο στομάχι, αέρια, φούσκωμα και διάρροια μετά την κατανάλωση γάλακτος ή την λήψη τροφών που περιέχουν λακτόζη. Τα συμπτώματα αυτά τείνουν να εμφανιστούν περίπου 15 λεπτά με μερικές ώρες μετά την κατανάλωση τροφών πλούσια σε λακτόζη.
Χρήσιμες συμβουλες για άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη
Τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να βγάλουν εντελώς από τη διατροφή τους τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα οποία περιέχουν ασβέστιο και βιταμίνη D, δύο θρεπτικά στοιχεία απαραίτητα για την υγεία. Ας δούμε όμως μερικές συμβουλές, που οι περισσότερες συμπεριλαμβάνονται και σε μια πρόσφατη έρευνα,2 που θα βοηθήσουν τα άτομα με δυσανεξία να διατηρήσουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα στη διατροφή τους χωρίς όμως να χάσουν τα οφέλη που σχετίζονται με τα τρόφιμα αυτά:
- Αρχικά, για την ύφεση των συμπτωμάτων καλό είναι να περιοριστεί η κατανάλωση προϊόντων πλούσιων σε λακτόζη.
- Σταδιακή κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος (από 30 έως 250 ml / ημέρα) που πρέπει να καταναλώνεται μαζί με άλλες τροφές για να επιβραδύνεται η απελευθέρωση λακτόζης στο λεπτό έντερο.
- Κατανάλωση παλαιωμένου τύπου τυριού και γενικά πιο σκληρά τυριά, τα οποία περιέχουν χαμηλό έως και καθόλου μερίδιο λακτόζης, όπως είναι το τσένταρ ή το πεκορίνο, η γραβιέρα και η παρμεζάνα.
- Κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων με μειωμένη λακτόζη, τα οποία είναι διατροφικά όμοια με τα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως είναι για παράδειγμα τα υποκατάστατα του γάλακτος (π.χ. γάλα σόγιας, καρύδας κλπ) ή ακόμη και προϊόντων με γάλα χωρίς λακτόζη, τα οποία είναι ήδη διαθέσιμα στο εμπόριο.
- Κατανάλωση προϊόντων που έχουν υποστεί ζύμωση όπως το γιαούρτι, που αποτελούν επίσης πηγή προβιοτικών και πρεβιοτικών, τα οποία ασκούν ευεργετικά αποτελέσματα στη γαστρεντερική μικροχλωρίδα.
Στις μέρες μας υπάρχουν πολλά προϊόντα με μειωμένη ή και χωρίς λακτόζη, που μπορούν να αντικαταστήσουν τα γαλακτοκομικά. Για παράδειγμα, τα άτομα με δυσανεξία δε χρειάζεται να κόψουν τη λατρεμένη συνήθεια του καφέ με προσθήκη γάλακτος. Υπάρχουν πολλά υποκατάστατα που μπορούν να αντικαταστήσουν το γάλα, όπως είναι το γάλα σόγιας, ρυζιού, καρύδας, αμυγδάλου, βρώμης κ.α.. Μάλιστα, εταιρείες που πρωτοπορούν στην κατηγορία ready to drink καφέ, έχουν μεριμνήσει και για τα άτομα με τέτοιου είδους δυσανεξία, δημιουργώντας προϊόντα καφέ με γάλα χωρίς λακτόζη.
Το κεφίρ επίσης, όπως και το γιαούρτι, μπορεί να καταναλωθεί ως προβιοτικό για ένα πιο υγιές πεπτικό σύστημα. Σύμφωνα με μελέτη3, ερευνητές ανακάλυψαν πως το κεφίρ και το γιαούρτι βοηθούν την πέψη της λακτόζης και ελαχιστοποιούν τις παρενέργειες της δυσανεξίας, καταφέρνοντας να μειώσουν το φούσκωμα κατά 50% των περιπτώσεων συγκριτικά με το γάλα. Στο εμπόριο υπάρχουν φυσικά και πολλά συμπληρώματα λακτάσης, τα οποία βοηθούν στην αναπλήρωση του συγκεκριμένου ενζύμου και στην πέψη της λακτόζης.
Συμπερασματικά, η δυσανεξία στη λακτόζη είναι πλέον ένα σύνηθες φαινόμενο αλλά εντελώς διαχειρίσιμο. Εξαιτίας μάλιστα του μεγάλου ποσοστού ανθρώπων που εμφανίζουν μια τέτοια δυσανεξία, εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς του εμπορίου βρίσκουν συνεχώς εναλλακτικές λύσεις για την ικανοποίηση τους.