Στο πρώτο πείραμα που έκαναν συμμετείχαν 44 άνθρωποι οι οποίοι πέρασαν από τρεις δοκιμασίες:
Στην πρώτη μάσησαν τσίχλα με γεύση μέντας, στη δεύτερη μάσησαν τσίχλα με γεύση φρούτων και στην τρίτη δε μάσησαν καθόλου τσίχλα. Μετά από κάθε δοκιμασία συμπλήρωναν ένα ερωτηματολόγιο και έπαιζαν παιχνίδια που τους αντάμοιβαν με υγιεινές ή ανθυγιεινές τροφές (ήταν ελεύθεροι να επιλέξουν όποιο παιχνίδι ήθελαν). Στην πλειοψηφία παρατηρήθηκε μία έλλειψη πείνας στους συμμετέχοντες μετά το μάσημα της τσίχλας. Ποιο ήταν το πρόβλημα, όμως; Μετά το μάσημα της τσίχλας με γεύση μέντας έτρωγαν μικρότερες ποσότητες υγιεινής τροφής αλλά την ίδια ποσότητα ανθυγιεινής τροφής με αυτή που έτρωγαν μετά το μάσημα της τσίχλας με γεύση φρούτων ή αφότου δε μάσαγαν καθόλου τσίχλα.
Αυτό σημαίνει ότι μετά από μία τσίχλα με γεύση μέντας μπορεί όντως να σου μειωθεί λίγο η όρεξη αλλά αν θελήσεις να φας κάτι θα προτιμήσεις ένα πακέτο πατατάκια από ένα πορτοκάλι.
Στο δεύτερο πείραμα, δόθηκαν σε 54 συμμετέχοντες διατροφικά ημερολόγια προκειμένου να καταγράφουν όλες τις τροφές που κατανάλωναν για τρεις εβδομάδες.
Για τις δύο από τις τρεις εβδομάδες τους ζήτησαν να μασάνε τσίχλα πριν από κάθε γεύμα, σνακ ή ποτό. Αυτό που παρατηρήθηκε ήταν ότι έτρωγαν λιγότερα σνακ ή γεύματα στη διάρκεια της ημέρας αλλά κατανάλωναν περισσότερες θερμίδες σε κάθε γεύμα. Επίσης έτρωγαν λιγότερο θρεπτικές τροφές καθώς έκοβαν τα σνακ φρούτων και λαχανικών. Τελικά, μέσα στις δύο εβδομάδες οι συμμετέχοντες έμειναν στα ίδια κιλά χωρίς να χάσουν αλλά ούτε και να πάρουν βάρος.
Πού οφείλεται, όμως, το ότι η τσίχλα με γεύση μέντας ανοίγει την όρεξη για ανθυγιεινές τροφές; Η γεύση της μέντας δεν ταιριάζει με τα περισσότερα φρούτα και λαχανικά και σε αυτό οφείλεται η αποστροφή που δημιουργείται προς αυτές τις τροφές.