Στους περισσότερους από εμάς συμβαίνει να φάμε περισσότερο από το κανονικό σε κάποια ειδική περίσταση, γιορτή, διακοπές κτλ, χωρίς αυτό να έχει κάποια μόνιμη παρουσία στην καθημερινότητα μας. Ωστόσο, τα πράγματα είναι διαφορετικά όταν μιλάμε για διαταραχές πρόσληψης τροφής. Ας δούμε πρώτα κάποια στοιχεία σχετικά με την ψυχογενή βουλιμία και την υπερφαγία.
Σύμφωνα με το Διαγνωστικό Στατιστικό Εγχειρίδιο για τις Ψυχιατρικές Διαταραχές, 5η έκδοση (American Psychiatric Association, 2013), για τη διάγνωση της ψυχογενούς βουλιμίας απαιτούνται τα εξής:
Α. Επανειλημμένα επεισόδια υπερφαγίας, που χαρακτηρίζονται από τα εξής:
1. Κατανάλωση σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο ποσότητας τροφής εμφανώς μεγαλύτερης από αυτή που θα μπορούσαν να καταναλώσουν οι περισσότεροι άνθρωποι στον ίδιο χρόνο και παρόμοιες περιστάσεις.
2. Αίσθηση έλλειψης ελέγχου στην κατανάλωση τροφής κατά τη διάρκεια του επεισοδίου.
Β. Επανειλημμένη απρόσφορη αντισταθμιστική συμπεριφορά προκειμένου να αποτραπεί η αύξηση βάρους (αυτοπροκαλούμενοι εμετοί, κακή χρήση καθαρτικών, διουρητικών, υποκλυσμών, φαρμάκων, νηστεία, υπερβολική σωματική άσκηση).
Γ. Τόσο τα επεισόδια υπερφαγίας όσο και η απρόσφορη αντισταθμιστική συμπεριφορά να εμφανίζονται κατά μέσο όρο τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα για 3 μήνες.
Δ. Η αυτοαξιολόγηση επηρεάζεται υπέρμετρα από το σχήμα και το βάρος του σώματος.
Ε. Η διαταραχη δεν εμφανίζεται αποκλειστικά κατά τη διάρκεια επεισοδίων ψυχογενούς ανορεξίας.
Ανάλογα με τη συχνότητα των επεισοδίων, η διαταραχή μπορεί να θεωρηθεί ήπια (1-3 επεισόδια αντισταθμιστικής συμπεριφοράς/ εβδομάδα, Μέτρια (4-7/ εβδομάδα), Βαριά (8-13/ εβδομάδα) και Εξαιρετικά βαριά (14+/ εβδομάδα).
Όσον αφορά στη διαταραχή υπερφαγίας, τα συμπτώματα που απαιτούνται για τη διάγνωση είναι τα εξής:
Α. Επανειλημμένα επεισόδια υπερφαγίας.
Β. Τα επεισόδια σχετίζονται με τουλάχιστον 3 από τα ακόλουθα:
1. Τρώει πολύ πιο γρήγορα από το κανονικό.
2. Τρώει μέχρι να νιώσει δυσάρεστα υπερπλήρης.
3. Τρώει μεγάλες ποσότητες τροφής χωρίς να έχει το αίσθημα της σωματικής πείνας.
4. Τρώει μόνος του επειδή νιώθει ντροπή για το πόσο πολύ τρώει.
5. Μετά το επεισόδιο νιώθει απέχθεια για τον εαυτό του, είναι σε κατάθλιψη ή νιώθει ένοχος.
Γ. Υπάρχει έκδηλη ενόχληση σχετικά με την υπερφαγία.
Δ. Η υπερφαγία συμβαίνει κατά μέσο όρο τουλάχιστον 1 φορά/ εβδομάδα για 3 μήνες.
Ε. Η υπερφαγία δεν σχετίζεται με την επανειλημμένη χρήση της απρόσφορης αντισταθμιστικής συμπεριφοράς όπως στην ψυχογενή βουλιμία και δεν συμβαίνει αποκλειστικά κατά την πορεία της ψυχογενούς ανορεξίας ή της ψυχογενούς βουλιμίας.
Ξεφεύγοντας από την αυστηρά διαγνωστική ορολογία, διαπιστώνουμε πως η επιθυμία για φαγητό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τόσο έντονη, που συχνά παρομοιάζεται με τις εξαρτήσεις: το να αντισταθεί κάποιος στην υπερβολική κατανάλωση φαγητού μοιάζει με το να αντισταθεί ένας εξαρτημένος άνθρωπος απέναντι στη χρήση της ουσίας του. Σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνει, μάλιστα, να είναι κάποιος εξαρτημένος και να έχει διαγνωστεί και με ψυχογενή βουλιμία.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες (Umberg et al., 2012; Wiss & Brewerton, 2017), οι δύο αυτοί άνθρωποι μοιράζονται το ίδιο βίωμα όταν βρίσκονται σε χώρους και καταστάσεις που θυμίζουν την χρήση ή το φαγητό, έχουν συνδέσει συγκεκριμένα αρνητικά συναισθήματα με την παρόρμηση για χρήση- φαγητό, έχουν συγκεκριμένες προσδοκίες από αυτή την συμπεριφορά και μοιράζονται την αίσθηση ότι χάνουν τον έλεγχο όταν τελικά υποκύπτουν στην παρόρμηση τους.
Επιπλέον, η ανοχή που δημιουργείται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα χρήσης μιας ουσίας, ισχύει και την περίπτωση της βουλιμίας, καθώς πολύ συχνά έχει αναφερθεί ότι οι άνθρωποι χρειάζονται ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες τροφής για να φτάσουν στο «επιθυμητό» αποτέλεσμα. Τέλος, με το πέρασμα του χρόνου και στις δύο περιπτώσεις έχουμε την απογοήτευση και τελικά την απόσυρση του ατόμου, λόγω των επανειλημμένων προσπαθειών να ελέγξει την παρόρμηση του αλλά και συμπτώματα άγχους και διαταραχές στον ύπνο.
Συμπερασματικά, το να θεωρήσουμε την βουλιμία εξάρτηση μας βοηθά να κατανοήσουμε πόσο δύσκολο είναι για κάποιον να ελέγξει την παρόρμηση του και να βγει από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Χρειάζεται αφενός να γίνει εκτίμηση από κάποιον ειδικό και ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης να ακολουθηθεί συγκεκριμένη παρέμβαση, η οποία συνήθως είναι ψυχοθεραπευτική, προκειμένου να διερευνηθούν τα αίτια της συμπεριφοράς αλλά και λειτουργικοί τρόποι διαχείρισης των συναισθημάτων αλλά και διατροφολογική, προκειμένου να γίνει εκπαίδευση σχετικά με τις ανάγκες του σώματος σε διατροφικό επίπεδο, σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις της καθημερινότητας του ατόμου.
Πηγή: Psychologynow