Πέραν του ηθικού ζητήματος που τίθεται για το πώς και γιατί η αγορά τιμολογεί, εκτός όλων των άλλων, ακόμη και την υγεία μας, τίθεται το πρακτικό και ουσιαστικό ερώτημα: πόσο αξίζει η ζωή;
Απαντήσεις στο κρίσιμο αυτό ζήτημα αναμένεται να δώσει ο καθηγητής Φαρμακευτικής Χημείας, Τομέας Φαρμακευτικής Χημείας - Φαρμακογνωσίας, πρόεδρος του Τμήματος Φαρμακευτικής Πανεπιστημίου Πατρών, Σωτήριος Νικολαρόπουλος, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του με θέμα «Πόσο αξίζει η ζωή;», που θα πραγματοποιηθεί σήμερα Σάββατο 18 Μαΐου, στις 19:30, στο πλαίσιο του 10ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Εφαρμοσμένης Φαρμακευτικής, που διοργανώνει στις 18 και 19 Μαΐου, στο ξενοδοχείο The MET, ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.
«Φάρμακα, γονιδιακές θεραπείες, δέρμα, καρδιά, νεφροί, ακόμη και ολόκληρα πτώματα, όλα έχουν ένα τίμημα. Πώς και γιατί η αγορά τιμολογεί, εκτός όλων των άλλων, ακόμη και την υγεία μας; Ποιο και πόσο είναι το "υψηλό" που θα πρέπει να πληρώσετε για ένα φάρμακο που σώζει ζωές; Πόσο αποδεκτό είναι ένα πολύ υψηλό κόστος για ένα φάρμακο που μπορεί να σώσει παγκοσμίως 200-300 νεογνά το χρόνο από θάνατο; Και τελικά η τιμολόγηση των νέων τεχνολογιών, ιδίως των γονιδιακών θεραπειών, πόσο σχετίζεται με τη δυνατότητα να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους;», επισημαίνει ο κ. Νικολαρόπουλος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «το Γραφείο Διαχείρισης και Προϋπολογισμού των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής κοστολογεί την αξία της ανθρώπινης ζωής γύρω στα 7-9 εκατομμύρια δολάρια. Η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ την κοστολογεί στα 9,1 εκατομμύρια δολάρια, ενώ ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων στα 7,9 εκατομμύρια δολάρια. Δυστυχώς τα δεδομένα είναι αμείλικτα και μόνο σε φιλοσοφικού τύπου συζητήσεις θα μπορούσαν να αρθούν».
Σχολιάζοντας το γεγονός ότι η τιμολόγηση των υπηρεσιών υγείας είναι απαραίτητη για να προγραμματιστούν προϋπολογισμοί βιώσιμοι για τα συστήματα υγείας, οι οποίοι όμως ταυτόχρονα μπορεί να είναι ασφυκτικοί, με αποτέλεσμα οι οικονομικά ασθενέστεροι να μένουν αβοήθητοι ή μερικώς βοηθούμενοι, ο κ. Νικολαρόπουλος επισημαίνει ότι «προφανέστατα κάτι τέτοιο αντιβαίνει κάθε έννοια ισότητας. Είναι μια πραγματικότητα η οποία διαρκώς επιδεινώνεται, δεδομένης της σαφέστατης επικράτησης των τεχνοκρατών και της δραματικής οπισθοδρόμησης των ιδεολογιών και των αρχών ανθρωπισμού, λοιδορούμενων συστηματικά και ανεμπόδιστα από την παντοκρατορία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ΜΜΕ παγκοσμίως».
«Ο Αριστοτέλης και η ηθική»
Σύμφωνα με τον κ. Νικολαρόπουλο, «ο Αριστοτέλης δίδασκε ότι "η δ' ηθική εξ έθους περιγίνεται", δηλαδή ότι οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες, αλλά επίκτητες και αποτέλεσμα της επανάληψης. Απαντώντας στο ερώτημα πόσο θα βοηθούσε η διδασκαλία τους ως κύριου μαθήματος ώστε να το έχουν βασικό εφόδιο οι ασκούντες υγειονομικές υπηρεσίες, ο κ. Νικολαρόπουλος τονίζει ότι «αυτό είναι ένα τεράστιο ζήτημα που αφορά την παίδευση και όχι την εκπαίδευση των νεαρών Ελλήνων. Αν αποφάσιζε μία πολιτική ηγεσία, έχουσα την ευθύνη όχι μόνο της διεκπεραιωτικής διακυβέρνησης της χώρας, αλλά κυρίως του πραγματικού μέλλοντος της πατρίδας, να ανατρέψει την ανεπαρκέστατη και εν πολλοίς ανούσια εκπαίδευση που παρέχει και δρομολογούσε συνθήκες για την πλήρη και ουσιαστική επαναφορά των αξιών και της πραγματικής παίδευσης των εκκολαπτόμενων πολιτών της χώρας μας, η συγκεκριμένη τοποθέτηση του Αριστοτέλη θα έβρισκε αυτονόητα το νόημά της. Αν το κάνουμε αυτό γενικότερα, θα έχουμε το δικαίωμα να περιμένουμε κάτι αντίστοιχο και από τους ασκούντες υγειονομικές υπηρεσίες».
Παράλληλα, αναφέρει ότι «όταν οι τεχνοκράτες και τα golden boys πάψουν να αποθεώνονται ως νέοι Μεσσίες και περιοριστούν στους πραγματικούς ρόλους τους, δεν θα είναι διόλου απίθανο η "τιμολόγηση" να εμπεριέχει και ηθικούς/ανθρωπιστικούς κανόνες».
Ο ίδιος χαρακτηρίζει «μη ρεαλιστικό έως και εντελώς απίθανο να επανερχόταν η ηθική ως βασικός πυλώνας που αφορά την υγεία μέσα από τη διεκδίκηση της ισότιμης πρόσβασης όλων στις υπηρεσίες υγείας. Και ακόμα χειρότερα, τέτοιες αλλαγές που προϋποθέτουν ριζικές αναθεωρήσεις και επαναπροσδιορισμούς προτεραιοτήτων μπορούν να συμβούν-και η Ιστορία το διδάσκει ανελέητα- μόνο ύστερα από σημαντικές και αβάσταχτες απώλειες πάσης φύσεως. Δυστυχώς όσο τα κυρίαρχα κράτη παγκοσμίως αισθάνονται ότι "ευημερούν", τίποτα δεν θα είναι δυνατόν να αλλάξει».