Το αντίθετο αποτέλεσμα στην προσπάθεια ελέγχου της φαρμακευτικής δαπάνης, από ό,τι επιδίωκαν κυβέρνηση και φαρμακευτική αγορά, φαίνεται πως επιφέρει η ένταξη των εμβολίων σε ξεχωριστό προϋπολογισμό.
Τα 100 εκατομμύρια που προβλέφθηκαν για τον κλειστό προϋπολογισμό των εμβολίων, για τους τελευταίους μήνες του 2020, αποδείχθηκαν ανεπαρκή. Σύμφωνα με πληροφορίες, η δαπάνη έχει ήδη ξεπεράσει κατά πολύ τα 150 εκατ. ευρώ. Το υπερβάλλον ποσό θα έπρεπε να καταβληθεί από τους κατόχους άδειας κυκλοφορίας (ΚΑΚ) των εμβολίων, δηλαδή τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με το προσχέδιο του Προϋπολογισμού, το δημοσιονομικό κόστος των εμβολίων για το 2021 θα ανέλθει στα 170 εκατ. ευρώ.
Πως φθάσαμε όμως σε αυτό το σημείο
Όταν ξεκίνησαν οι συζητήσεις για την υλοποίηση του ξεχωριστού προϋπολογισμού και το Υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε στους εκπροσώπους της αγοράς ότι το εν λόγω πάγιο αίτημα τους, επιδίωξη ήταν η δαπάνη του ΕΟΠΥΥ να φθάνει τα 200 εκατ. ευρώ ετησίως.
Αποφασίστηκε τελικώς, αφού το μέτρο ξεκινάει να ισχύει από το Σεπτέμβρη, για τους τέσσερις μήνες αυτούς μήνες η δαπάνη θα προσδιοριστεί στα 100 εκατ. ευρώ.
Το τελευταίο, πρακτικό στάδιο στη διαμόρφωση διακριτής δαπάνης για τα εμβόλια πραγματοποιήθηκε με την έκδοση της 8ης Τροποποίησης του Προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ, κατ' εφαρμογή της Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ).
Η σκέψη είχε λογική βάση: το 2019 το σύνολο της δαπάνης των εμβολίων έφθασε τα 163,5 εκατ. ευρώ, με τα 100 εξ αυτών να προκύπτουν τους τελευταίους μήνες του έτους, που συμπίπτουν άλλωστε με την εμβολιαστική περίοδο.
Τα 100 εκατ. ευρώ, λοιπόν, θα ήταν λογικά επαρκή. Φαίνεται, όμως, πως η κυβέρνηση λογάριασε χωρίς τον κορονοϊό…
Η πανδημία κατάφερε να «εκτροχιάσει» τη δαπάνη, χωρίς καν να έχουν εισαχθεί σε αυτή τα εμβόλια κατά της COVID-19, που άλλωστε μόλις πήραν έγκριση.
Η ανάγκη όμως για προστασία των πολιτών από άλλες μεταδοτικές νόσους οδήγησε και σε αύξηση των εμβολιασμών.
Ο κόσμος έσπευσε να κάνει εμβόλια, με κυρίαρχο αυτό της γρίπης, αλλά και όχι μόνο, αφού ακόμα και εμβόλια όπως κατά του πνευμονιόκοκκου, κατέγραψαν αύξηση.
Άλλωστε, η χώρα μας παρήγγειλε 1,5 εκατ. δόσεις εμβολίων κατά της γρίπης παραπάνω από την περσινή χρονιά. Επιπροσθέτως, φέτος όλα σχεδόν τα εμβόλια που εκτελέστηκαν ήταν και συνταγογραφημένα, σε αντίθεση με περασμένες χρονιές που λόγω του προσιτού κόστους τους δεν ήταν λίγοι οι πολίτες, ιδίως χρονίως πάσχοντες, που τα πλήρωναν από την τσέπη τους.
Το «νέο» clawback για τις εταιρείες και η προσπάθεια επίλυσης
Το μέτρο της δημιουργίας ενός ξεχωριστού προϋπολογισμού για τα εμβόλια, στόχο είχε να αναδείξει το διαφορετικό και σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει ο εμβολιασμός στη δημόσια υγεία ως βασική προληπτική άμυνα, αλλά και να συμβάλλει στον εξορθολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης, μειώνοντας το clawback, το ποσό της υπέρβασης της δηλαδή.
Η διάταξη και η ΚΥΑ ανέφεραν σαφώς πως η όποια υπέρβαση θα αναζητείτο από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Η εκτίναξη της δαπάνης των εμβολίων κατά περισσότερα από 50 εκατ. ευρώ μόνο αυτούς τους 4 μήνες, προκάλεσε νέους πονοκεφάλους στην αγορά που βλέπει ήδη το clawback της συνολικής εξονοσοκομειακής να ξεπερνά τα 922 εκατ. ευρώ.
Κυβέρνηση και Υπουργείο Υγείας αναζήτησαν λύσεις για να ξεπεράσουν το εμπόδιο.
Μια εξαίρεση συνολικά των εμβολίων από το μηχανισμό αυτόματων επιστροφών (clawback) φαίνεται πως το παρόν δεν επιλέγεται. Έτσι, με άρθρο τροπολογίας του Υπουργείου Υγείας, που κατατέθηκε σε σχέδιο νόμου που υπερψηφίστηκε και η οποία ρυθμίζει το πλαίσιο διάθεσης των εμβολίων κατά της COVID-19, δίνεται προστίθεται μια εναλλακτική λύση στο πρόβλημα με το clawback των εμβολίων.
Ειδικότερα, βάση της τροποποίησης που εισήγαγε το άρθρο 11 της τροπολογίας προβλέπεται η δυνατότητα κάλυψης του υπερβάλλοντος μηνιαίου ποσού για την δαπάνη των εμβολίων και από ευρωπαϊκούς πόρους, εκτός από τους ΚΑΚ.
Πληροφορίες, πάντως, αναφέρουν ότι η νομοθέτηση αλλαγών στη φαρμακευτική πολιτική θα συνεχιστούν και με το νέο έτος, με την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας να εμφανίζεται αποφασισμένη να θέσει υπό έλεγχο τη δαπάνη.