Τρία αγκάθια εντόπισε ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας, Θεόδωρος Τρύφων ανοίγοντας τη συζήτηση στο πλαίσιο του 27ου συνεδρίου του Economist, σε ό,τι αφορά την προσπάθεια επαναφοράς στην Ευρώπη μέρους της παραγωγής από την Ασία, κυρίως, ώστε να έχουμε επάρκεια ειδών πρώτης ανάγκης.
Σύμφωνα με τον κ. Τρύφων πρώτον είναι τα θέματα κανονισμών και γραφειοκρατίας, δεύτερον τα κόστη για την ευρωπαϊκή φαρμακοβιομηχανίας για κανονιστικών διαδικασίες και το περιβάλλον και τρίτον ο τρόπος διασφάλισης της πρόσβασης των ασθενών σε οικονομικά και ποιοτικά φάρμακα, λόγω του αυξανόμενου κόστους και της αύξησης της δυσκολίας αδειοδότησης και αποζημίωσης.
«Πρέπει να διανθιστούν τα κίνητρα μέσω RRF σε όλη την Ευρώπη», σημείωσε και πρόσθεσε πως «η σοβαρότερη απειλή για την ολοκλήρωση του επενδυτικού προγράμματος είναι η υπερβολική άμεση και έμμεση φορολόγηση του κλάδου», ξεκαθαρίζοντας πως πρέπει να αντιμετωπιστούν και τα θέματα υπερφορολόγησης. «Στην Ελλάδα το 2013 η βιομηχανίες πλήρωναν 400 εκατ. ευρώ σε επιστροφές και τώρα έχουμε φθάσει στα 2,7 δισ. ευρώ όσο περίπου και ο κρατικός προϋπολογισμός. Αυτό είναι μια στρέβλωση που πρέπει να αντιμετωπιστεί», σημείωσε.
Διευκρίνισε πως «η τεράστια αυτή επιβάρυνση, όχι μόνο διαμορφώνει συνθήκες οριακής βιωσιμότητας για εκατοντάδες φάρμακα, αλλά ταυτόχρονα στερεί πολύτιμα κεφάλαια από την Ανάπτυξη». Ο πρόεδρος της ΠΕΦ τόνισε ότι η μείωση της υπερβολικής φορολόγησης θα ξεκλειδώσει ακόμη μεγαλύτερες επενδύσεις από τη φαρμακοβιομηχανία αυξάνοντας περαιτέρω την ανταγωνιστικότητά της.
«H νέα ευρωπαϊκή φαρμακευτική πολιτική αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για τη χώρα μας, καθώς δίνει κίνητρα για επενδύσεις που στόχο έχουν να ενισχύσουν την παραγωγή φαρμάκων στην Ευρώπη», εκτίμησε ο κ. Τρύφων.
Ο πρόεδρος της ΠΕΦ τόνισε ότι «η χώρα μας θα πρέπει να αξιοποιήσει το πλεονέκτημα της ύπαρξης εγχώριας φαρμακευτικής παραγωγής, ενός κλάδου που επενδύει, δραστηριοποιείται με εξωστρέφεια και παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα που προσθέτουν αξία στην ελληνική οικονομία και κοινωνία».
«Η Ελλάδα διαθέτει ισχυρή παραγωγική βάση δεδομένου ότι τα ελληνικά εργοστάσια αναλογούν στο 12% του συνολικού παραγωγικού δυναμικού της Ε.Ε.».
Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις που υλοποιεί η ελληνική φαρμακοβιομηχανία, αξιοποιώντας τη σχετική δράση του ταμείου ανάκαμψης, ο κ. Τρύφων εξήγησε ότι «πρόκειται για ένα επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 1,2 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση των υφιστάμενων παραγωγικών και ερευνητικών υποδομών καθώς και την δημιουργία νέων. Οι επενδύσεις αυτές θα δημιουργήσουν σημαντική προστιθέμενη αξία για την οικονομία θα τονώσουν την απασχόληση και θα βελτιώσουν ακόμη περισσότερο την κάλυψη των ασθενών».
Οι απόψεις του ΕΟΠΥΥ
«Βασική επιδίωξη μας είναι, σε συνεργασία με τη βιομηχανία και όλους τους συναρμόδιους φορείς, να βελτιώσουμε το περιβάλλον ώστε να δημιουργήσουμε μια βάση για να χτίσουμε μια καλή πολιτική για το φάρμακο στη χώρα μας», ανέφερε από την πλευρά της η Πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ, Θεανώ Καρποδίνη.
Κατά την κυρία Καρποδίνη , ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η τεχνητή νοημοσύνη, είναι από τα εργαλεία που στη διάθεση του φορέα. Παραδέχθηκε, δε, ότι ο ΕΟΠΥΥ έχει πολλά δεδομένα που δεν τα αξιοποιεί επαρκώς. «Βασικός στόχος είναι ο εκσυγχρονισμός [του ΕΟΠΥΥ] μέσα από τον ψηφιακό μετασχηματισμό, ώστε να δίνει πραγματικά στοιχεία για την υγεία και να έχουμε real word evidence», ανέφερε και πρόσθεσε πως πάνω σε αυτό θα οικοδομηθεί μια πολιτική ελέγχου της συνταγογραφησης, να αντιμετωπιστεί η πολυφαρμακία στη χώρα μας και να εξορθολογιστεί η δαπάνη. «Να καταφέρουμε, με τις νέες τεχνολογίες, να έχουμε μια αποτελεσματική πολιτική, δίνοντας πρόσβαση, γλιτώνοντας το σύστημα και τους ασθενείς από τις καταστροφικές δαπάνες, δημιουργώντας χώρο για να έχουν πρόσβαση οι πάσχοντες και σε καινοτόμες θεραπείες», συμπλήρωσε.
Σχολιάζοντας τον μηχανισμό των επιστροφών, δηλαδή rebate και clawback, η πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ ανέφερε πως ήταν απαραίτητος για την επίτευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής. «Επρόκειτο να ήταν ένα προσωρινό μέτρο, έως ότου γίνουν οι διαρθρωτικές αλλαγές, για τον έλεγχο της δαπάνης, που έτρεχε με σημαντικούς ρυθμούς αύξησης, που δεν ήταν βιώσιμοι», είπε.
Η κυρία Καρποδίνη έστρεψε τα βέλη της στην διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για την ανεξέλεγκτη πορεία του μηχανισμού αυτόματων επιστροφών (clawback).
«Δυστυχώς, η προηγούμενη διακυβέρνηση, πριν από τη σημερινή, κρύφθηκε πίσω από τον μηχανισμό, εφαρμόζοντας πολίτικες υγείας χωρίς να δίνει την απαραίτητη χρηματοδότησή με αποτέλεσμα οι επιστροφές από 240 εκατ. ευρώ το 2014, να έχουν φθάσει στο 1,5 δισ. ευρώ μόνο στον ΕΟΠΥΥ», υποστήριξε.
Στο κομμάτι της δημόσιας υγείας έχουμε 42 έργα που έχουν συνολικό προϋπολογισμό 2,17 δισ. ευρώ, ανέφερε ο κ. Ορέστης Καβαλάκης επικεφαλής της Ειδικής Υπηρεσίας Συντονισμού Ταμείου Ανάκαμψης (ΕΥΣΤΑ).
«Αυτό το ποσό είναι το μεγαλύτερο ποσό που έχει δοθεί οριζόντια στη δημόσια υγεία μετά την COVID τα τελευταία χρόνια.
Στις βασικές δράσεις προστίθενται και χρηματοδότηση νέων υποδομών, όπως το νέο κέντρο ακτινοθεραπείας στο Νοσοκομείο Σωτηρία, ύψους 40 εκατ. ευρώ, το νοσοκομείο Παπανικολάου με ένα εξειδικευμένο κέντρο αφιερωμένο σε κυτταρικές γονιδιακές θεραπείες και ανακαίνιση της πνευμονολογικής κλινικής, ενώ στην ΠΦΥ 156 κέντρα υγείας εκσυγχρονίζονται και αναβαθμίζονται. Σε ό,τι αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό αιχμή είναι ο ηλεκτρονικός ψηφιακός φάκελος υγείας, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του ΕΟΠΥΥ, τη βελτίωση ψηφιακών συστημάτων νοσοκομείων και ψηφιακές υποδομές για ογκολογικούς ασθενείς».