Αυτά τα δεδομένα δημιουργούν ουσιαστικά ένα δίπολο, δηλαδή δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα σχετικής δημοσίευσης από τους Philip C Robinson και Eric Morand στο έγκριτο περιοδικό The Lancet Rheumatology.
Στην οξεία φάση της νόσου COVID-19, η καθημερινή χορήγηση γλυκοκορτικοειδών (6mg δεξαμεθαζόνης ή 40mg πρεδνιζόνης) για μέχρι 10 ημέρες μειώνει την ανεξέλεγκτη αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος, ενώ μειώνει τη θνητότητα κατά 17%. Το όφελος από τη χορήγηση γλυκοκορτικοειδών διαπιστώνεται κυρίως στους ασθενείς που χρειάζονται οξυγόνο ή επεμβατικό μηχανικό αερισμό.
Αντίθετα, η χρόνια χρήση γλυκοκορτικοειδών σε ασθενείς με ρευματολογικά νοσήματα, ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου και αναπνευστικά νοσήματα, αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα νοσηλείας τους εάν παρουσιάσουν νόσο COVID-19.
Οι διαφορετικές επιδράσεις των γλυκοκορτικοειδών στη λοίμωξη COVID-19 σχετίζονται με την εκάστοτε κατάσταση του ανοσολογικού συστήματος. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το ανοσολογικό σύστημα βρίσκεται σε ομοιόσταση, ωστόσο τόσο η μειωμένη λειτουργία (ανοσοανεπάρκεια) όσο και η ανεξέλεγκτη ενεργοποίηση, όπως στις αυτοάνοσες παθήσεις και στη συστηματική φλεγμονή στη λοίμωξη COVID-19, είναι επιζήμιες για τον ανθρώπινο οργανισμό.
Η επίδραση των γλυκοκορτικοειδών στο ανοσοποιητικό σύστημα σχετίζεται και με τη χρονιότητα της έκθεσης. Κατά τη χρόνια έκθεση σε γλυκοκορτικοειδή, εξασθενεί η δυνατότητα του οργανισμού να ανταποκριθεί σε παθογόνους παράγοντες με την ενεργοποίηση των Τ- και Β-λεμφοκυττάρων, και ως αποτέλεσμα προκύπτουν ασθενέστερες ανοσολογικές απαντήσεις κατά τα αρχικά στάδια της λοίμωξης COVID-19.
Ωστόσο, περαιτέρω ερευνητική προσπάθεια είναι απαραίτητη ώστε να διαλευκανθούν οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί της διαφορετικής επίδρασης της οξείας και της χρόνιας χρήσης των γλυκοκορτικοειδών στη λοίμωξη COVID-19, ώστε να εκπαιδευτούν κατάλληλα τόσο το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό όσο και οι ασθενείς.