«Στόχος 2030: Πρόσβαση για όλους», αυτός ήταν ο τίτλος του πανευρωπαϊκού συνέδριου της Medicines for Europe, που διεξήχθη στην Αθήνα, που εστίασε στην συζήτηση γύρω από τις υγιείς φαρμακευτικές πολιτικές, που θα πρέπει να αναπτυχθούν την επόμενη δεκαετία. Ο Θ. Τρύφων, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), που είναι μέλος της Medicines for Europe, τόσο στο πλαίσιο της ομιλίας του όσο και στη συνέντευξη τύπου που πραγματοποιήθηκε, εστίασε σε 6 πεδία που απαιτείται παρέμβαση, ώστε να οικοδομηθεί μια ισχυρή ερευνητική αλλά και παραγωγική, ευρωπαϊκή δραστηριότητα.
Στην ομιλία του ο κ. Τρύφων αναφέρθηκε σε:
- Χρηματοδότηση τόσο από εγχώρια όσο και από κοινοτικά κονδύλια
- Ρυθμιστικές μεταρρυθμίσεις που θα παρέχουν κίνητρα για την ανάπτυξη φαρμάκων.
- Διασφάλιση της βιωσιμότητας μέσα από πολιτικές της αγοράς που θα ενθαρρύνουν τις επενδύσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα.
- Η ενθάρρυνση της τοπικής, περιφερειακής και ευρωπαϊκής παραγωγής.
- Δομικές μεταρρυθμίσεις “fast track”.
- Χρηματοδότηση για έρευνα και ανάπτυξη που σχετίζεται με παλαιότερα προϊόντα (νέα χρήση, νέα σύσταση). Αναγνωρίζοντας την σημασία της καινοτομίας εκτός πατέντας.
Σύμφωνα με τον πρόεδρος της ΠΕΦ, πάντως, η ελληνική οπτική ταυτίζεται με την ευρωπαϊκή, για αυτό θα αναζητηθούν κοινές λύσεις.
Διευκρίνισε, ωστόσο, πως η Ελλάδα αποτελεί μια ειδική περίπτωση, αφού στη χώρα μας, 9 χρόνια μεγάλης ύφεσης και σημαντικών περικοπών στον προϋπολογισμό της Υγείας και φυσικά και του Φαρμάκου, προηγήθηκαν της πανδημίας.
«Οι επιπτώσεις ήταν σοβαρές», ανέφερε στο πλαίσιο της συνέντευξης τύπου ο κ. Τρύφων.
«Πρώτον είχαμε θέματα κάλυψης των ασθενών, καθώς κάποια από τα παλαιότερα φάρμακα, ειδικά τα φθηνότερα, βγήκαν από τη αγορά και αντικαταστάθηκαν από ακριβότερα. Δεύτερον, αυξήθηκαν οι συμμετοχές των ασθενών. Τρίτον, οι εταιρείες χρειάστηκε να πληρώσουν αυξημένες επιστροφές. Αυτές οι επιστροφές, cclawback και rebate, αλλά και φόροι, όλα αυτά 70% του τζίρου, οδήγησαν σε σημαντικές αποεπενδύσεις ελληνικών φαρμακευτικών εταιρειών και πολυεθνικών», εξήγησε.
Ο πρόεδρος της ΠΕΦ αναφέρθηκε και στο επενδυτικό κενό που προκλήθηκε ως αποτέλεσμα των παραπάνω, την τελευταία δεκαετία. Αυτό το κενό επηρεάζει την πρόσβαση σε νέες τεχνολογίες που μπορούν να παραχθούν τοπικά, είχε ως αποτέλεσμα το brain drain, οδηγώντας στο εξωτερικό νέους επιστήμονες. «Επίσης, όταν δεν υπάρχει προβλεψιμότητα στο σύστημα καμία εταιρεία, ελληνική ή διεθνής προτίθεται να προχωρήσει σε μακροχρόνιες επενδύσεις», προσέθεσε ο κ Τρύφων.
Για τον επικεφαλής της ΠΕΦ, τα διδάγματα της πανδημίας θα πρέπει να είναι βάσεις για τους στόχους των επόμενων 5-10 ετών, ώστε να αυξηθεί, αρχικά, η ανθεκτικότητα των συστημάτων και να διασφαλιστεί ο επαρκής εφοδιασμός της Ευρώπης.
Επεκτείνοντας τις σκέψεις του γύρω από τις βασικές προτεραιότητες για μια αποτελεσματική πολιτική στην υγεία και το φάρμακο, υπογράμμισε πως «η Ευρώπη θα πρέπει να είναι πιο επαρκής σε προϊόντα και υπηρεσίες, ιατρικά, φαρμακευτικά και πρωτοβάθμιας φροντίδας, που θα παράγονται στην ήπειρο».
Επιπλέον, κατά τον κ. Τρύφων, απαραίτητο είναι να προσελκυσθούν επενδύσεις, R&D και παραγωγής, «ώστε να παραχθεί ανάπτυξη και με αυτή να καλύψουμε, έστω και μερικώς, το μεγάλο χρηματοδοτικό κενό και οικονομικά βάρη που θα προκύψουν στην κάθε χώρα μετά την πανδημία»
Βέβαια, εκτίμησε πως, δυστυχώς, η Ελλάδα θα επηρεαστεί περισσότερο, γιατί έχει μεγαλύτερο εξωτερικό δημόσιο χρέος. «Είναι σαφές πως πρέπει να έχουμε μια πολιτική που θα διασφαλίζει πως τα γενόσημα προϊόντα θα έχουν μεγαλύτερη χρήση. Στην Ελλάδα μπορούμε να καλύψουμε πάνω από το 70% των ασθενών με παλαιότερα προϊόντα αλλά καλύπτουμε μόνο το 25%. Αν αυτό το κενό καλυφθεί θα είναι κέρδος για ασθενείς, πολιτεία και τις εταιρείες», πρόσθεσε ο κ. Τρύφων.
Τόνισε, παράλληλα, πως απαιτείται μια τιμολογιακή και καταναλωτική πολιτική, που θα περιλαμβάνει κίνητρα για φαρμακοποιούς, γιατρούς και ασθενείς, ώστε να ενθαρρύνει τη χρήση τους. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει, κατά τον πρόεδρο της ΠΕΦ, να εισάγονται άμεσα στην αγορά τα εν λόγω προϊόντα, με αποζημίωση την επόμενη ημέρα της λήξης της πατέντας.
Κίνητρα είναι απαραίτητα και για τις επενδύσεις, σε κανόνες ευέλικτους, λόγω των συνθηκών και της δυσκολίας της περιόδου από την οποία εξερχόμαστε.
«Η Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) θα πρέπει να προτεραιοποηθεί, ως ένας τομέας που θα δημιουργήσει ανάπτυξη, επένδυση και καινοτομία, με τη συμμετοχή πανεπιστημίων, ινστιτούτων και εταιρειών, αλλά και την προσέλκυση επιστημόνων που έφυγαν στο εξωτερικό. Αντίστοιχα και η παραγωγή, θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα», συμπλήρωσε ο κ. Τρύφων.
Κατά τη Rebecca Guntern, προσωρινή πρόεδρο της Medicines for Europe, οι στόχοι θα πρέπει να είναι:
- Η διασφάλιση ισότιμης πρόσβασης σε γενόσημα, βιοομοειδή και φάρμακα προστιθέμενης αξίας για όλους τους ασθενείς.
- Να παραμείνουν διαθέσιμα τα off patent φάρμακα, αντιμετωπίζοντας τις αιτίες πρόκλησης των ελλείψεων και εξαλείφοντας τες οριστικά.
- Ρυθμιστική ψηφιοποίηση και αποτελεσματικότητα, ώστε οι εταιρείες να είναι ευέλικτες να απαντήσουν στις ανάγκες προμήθειας φαρμάκων
- Υποστήριξη μιας ανθεκτικής βιομηχανικής πολιτικής για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία θέσεων.
Από την πλευρά της, η Suzette Kox, Γενική Γραμματέας της IGBA, αφού υπογράμμισε πως στη βάση των στρατηγικών θα πρέπει να είναι η πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες, εξήγησε πως σε αυτή την κατεύθυνση είναι η πρόθεση της βιομηχανίας να αναπτύξει περισσότερο το χαρτοφυλάκιο της.
«Όπως ακούστηκε στο πλαίσιο του συνεδρίου, στις ΗΠΑ το 25% των προϊόντων αναφοράς μπορεί να είναι στόχος για την ανάπτυξη γενοσήμων, αλλά σήμερα μόνο το μισό αυτού αποτελεί στόχευση. Αντίστοιχα και για τα βιο-ομοειδή, αφού πάνω από 100 είναι τα βιο-ομοειδη προϊόντα αναφοράς των οποίων οι πατέντες λήγουν έως το 2029, αποτελώντας μεγάλη ευκαιρία», κατέληξε.