Μέσω συγκριτικής ανάλυσης των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης 9 ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, η Έκθεση επισημαίνει ότι διάφοροι παράγοντες όπως η μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων, η ανάπτυξη ολοένα πιο προηγμένων τεχνολογιών υγείας με υψηλό κόστος, η αύξηση των ποσοστών χρόνιων παθήσεων που απαιτούν πρόληψη και μακροχρόνια φροντίδα, εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας.
Στόχος της Έκθεσης είναι να δημιουργήσει ένα πλαίσιο ενεργού προβληματισμού που θα συμβάλει στην αποκάλυψη πιθανών συγκλίσεων και αποκλίσεων μεταξύ των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Έκθεση τονίζει ότι η ενοποίηση των υπηρεσιών είναι το πρωταρχικό ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί για την καλύτερη κατανομή των πόρων, την εφαρμογή καινοτόμων λύσεων, τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών και την ελαχιστοποίηση του κόστους. Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τις βέλτιστες πρακτικές που εφαρμόζονται από τα διαφορετικά κράτη-μέλη της Ε.Ε., η Έκθεση υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να ξεκινήσει μια συζήτηση με τους δημόσιους φορείς. Τελικός στόχος είναι η αναβάθμιση των υπηρεσιών που παρέχονται από τα Εθνικά Συστήματα Δημόσιας Υγείας που θα ανοίξει τον δρόμο για ολοκληρωμένα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας.
Για τον σκοπό αυτόν, απαιτούνται συλλογικές προσπάθειες σε επίπεδο Ε.Ε. για την ανάπτυξη μιας ενοποιημένης στρατηγικής υγειονομικής περίθαλψης για όλη την ευρωπαϊκή κοινότητα.
Μια πτυχή που εξετάζεται επαρκώς στην Έκθεση, καθώς διαδραματίζει κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της λειτουργίας του Ε.Σ.Υ. των χωρών της Ε.Ε., είναι το ποσοστό των κρατικών δαπανών για την υγεία. «Αν εξετάσουμε το επίπεδο των δαπανών ανά χώρα σε σχέση με το ΑΕΠ της, θα διαπιστώσουμε ότι χώρες όπως οι Σκανδιναβικές και η Γαλλία χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα κρατικών δαπανών για την υγεία, ενώ οι χώρες της Ανατολικής και Μεσογειακής Ευρώπης, δηλαδή η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα, βρίσκονται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσον αφορά τις δημόσιες δαπάνες για την υγεία», υπογραμμίζει η Έκθεση. Η οικονομική κρίση που αντιμετώπισε η Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία οδήγησε σε περιορισμένες δημόσιες δαπάνες σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης. Παρότι μετά την πανδημία οι υποδομές των ελληνικών νοσοκομείων έχουν ενισχυθεί σημαντικά, όπως και η εμπιστοσύνη των πολιτών για το επίπεδο δημόσιας περίθαλψης, η χώρα εξακολουθεί να καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό ιδιωτικής δαπάνης για την υγεία στο 37%. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ελληνικό Ε.Σ.Υ. μπορεί να «σπρώχνουν» έναν αριθμό ασθενών σε ιδιωτικά νοσοκομεία, δεν πρέπει να αγνοήσουμε τον ρόλο του ανθρώπινου δυναμικού στην αποτελεσματικότητα των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης. Η Ελλάδα ξεχωρίζει για τον υψηλότερο αριθμό γιατρών κατά κεφαλήν, με αναλογία 6,3 γιατρούς ανά 1.000 άτομα. Η υψηλή ποιότητα των ιατρικών υπηρεσιών που παρέχονται από τους Έλληνες ιατρούς εξηγείται και από το γεγονός ότι το 82% των ιατρών στην Ελλάδα έχουν ολοκληρώσει την ειδικότητα τους.
Πέραν του ρόλου των δημόσιων δαπανών, η συγκριτική ανάλυση της Έκθεσης συμπληρώνεται από δύο άξονες: ο πρώτος είναι αφιερωμένος στον τομέα της μακροχρόνιας περίθαλψης (LTC), ενώ ο δεύτερος σχετίζεται με την πρόληψη. Ένα κρίσιμο στοιχείο που προκύπτει από την ανάλυση και αφορά όλες τις χώρες της Ε.Ε. είναι η επιτακτική ανάγκη να δοθεί έμφαση στις υπηρεσίες μακροχρόνιας περίθαλψης. Τέτοιου τύπου υπηρεσίες διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην παροχή ενδονοσοκομειακής περίθαλψης σε άτομα με αναπηρία, με στόχο τη διατήρηση ενός επιπέδου λειτουργικής ικανότητας που ευθυγραμμίζεται με τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Τα περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης σε αυτόν τον τομέα είναι μεγάλα, καθώς το ποσοστό κλινών μακροχρόνιας περίθαλψης ανά κάτοικο είναι χαμηλό στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, ενώ οι ιδιωτικές δαπάνες για υπηρεσίες μακροχρόνιας περίθαλψης παραμένουν επίσης σχετικά χαμηλές, αφού αυτού του τύπου η φροντίδα συχνά θεωρείται «άτυπη» και αναλαμβάνεται από την οικογένεια. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί σε αυτόν τον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, καθώς λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, οι ανάγκες μακροχρόνιας φροντίδας προβλέπεται να αυξηθούν κατά περίπου 24% έως το 2050. Ταυτόχρονα, ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων στην Ευρώπη, που προκύπτει ως αναλογία του εργαζόμενου πληθυσμού και των άνω των 65, αναμένεται να αυξηθεί από περίπου 32% το 2022 σε 52% το 2050, με την Ελλάδα να σημειώνει το ρεκόρ του 63%.
Όσον αφορά την πρόληψη, η Έκθεση σημειώνει ότι τα Ευρωπαϊκά Συστήματα Δημόσιας Υγείας πρέπει να δώσουν έμφαση σε εκστρατείες προσυμπτωματικού ελέγχου για τον ενήλικο πληθυσμό, για ασθένειες όπως είναι ο καρκίνος. Στην Ελλάδα, παρά τον μη υποχρεωτικό χαρακτήρα των υπηρεσιών πρόληψης, τα ποσοστά ατομικής συμμετοχής στις σημαντικότερες εξετάσεις προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου δεν διαφέρουν σημαντικά από τις άλλες χώρες. Ενώ οι προληπτικές δραστηριότητες καλύπτονται σε συλλογική βάση, η Έκθεση υπογραμμίζει τη σημασία της κάλυψης προληπτικών εξετάσεων από τον εργοδότη. Για το σκοπό αυτό, απαραίτητη θεωρείται η ενίσχυση της συμμετοχής της εργοδοσίας στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, μέσω της ενίσχυσης ενός υγιεινού τρόπου ζωής και δραστηριοτήτων ατομικής πρόληψης. Αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι οι οικονομικοί παράγοντες αποτελούν την κυρίαρχη αιτία για τα ελλιπή μέτρα πρόληψης, είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία αξιοποιούν τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας κατάλληλα, προτεραιοποιώντας επενδύσεις στην πρόληψη και τη μακροχρόνια φροντίδα στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης τους.
Συνολικά, η Έκθεση υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα της υγειονομικής περίθαλψης που παρέχεται από το Ε.Σ.Υ., η οποία επηρεάζεται από διάφορες παραμέτρους. Για την αντιμετώπιση αυτών των πολύπλευρων προκλήσεων, απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση. Αναδεικνύοντας διαφορετικά παραδείγματα χωρών, η Έκθεση συνθέτει μια καλή βάση από την οποία μπορούν να αντληθούν εξατομικευμένες λύσεις για την ενίσχυση των εθνικών συστημάτων υγείας. Σε αυτό το πλαίσιο, τα βασικότερα ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει το ελληνικό Ε.Σ.Υ. είναι η αύξηση των δημόσιων δαπανών και η βελτίωση της κατανομής τους, η βελτιστοποίηση της χρήσης των πόρων και η εστίαση στη μακροχρόνια φροντίδα και πρόληψη.
Oι προσπάθειες του Fast Forward Foundation - το οποίο πρόσφατα υπέστη και ένα στρατηγικό rebranding θέτοντας ως στόχο την προώθηση του βιώσιμου και χωρίς αποκλεισμούς μετασχηματισμού των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας -σε συνεργασία με τον Όμιλο BFF Banking Group, αποδεικνύουν τη δέσμευσή τους για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων και την προώθηση της καινοτομίας στη διαχείριση της υγειονομικής περίθαλψης. Ο Όμιλος BFF Banking Group, ηγέτης στον κλάδο των υπηρεσιών factoring, εξειδικεύεται στη διαχείριση και την εκχώρηση επιχειρηματικών απαιτήσεων- factoring -χωρίς δικαίωμα ανάγωγης από τις Δημόσιες Διοικήσεις στην Ευρώπη προς προμηθευτές του Ε.Σ.Υ, παρέχοντάς τους ρευστότητα και βελτιώνοντας τους χρηματοοικονομικούς τους δείκτες.