Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, που από το Νοέμβρη ανακοίνωσε ότι ανέθεσε στον αντιεμβολιαστή Ρόμπερτ Κένεντι να αναλάβει το υπουργείο Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών, διέταξε μετά την ορκωμοσία του την αναστολή όλων των προγραμμάτων βοήθειας των ΗΠΑ στο εξωτερικό για 90 ημέρες, με μόνες εξαιρέσεις την επείγουσα επισιτιστική βοήθεια καθώς και τη στρατιωτική βοήθεια στο Ισραήλ και στην Αίγυπτο.
H Αμερικανική ομοσπονδιακή υπηρεσία, αρμόδια για την ιατρική έρευνα, τηρώντας το πνεύμα της νέας θητείας Τραμπ, ανακοίνωσε μεγάλη περικοπή της χρηματοδότησής της σε πανεπιστήμια και κέντρα έρευνας. Την ίδια ώρα, ο νέος πρόεδρος ετοιμάζει την αποχώρηση της χώρας από τον ΠΟΥ ώστε να την χρησιμοποιήσει ως χαρτί εκβιασμού για να εγκαταστήσει Αμερικανό Γενικό Διευθυντή στον οργανισμό.
Ελάχιστες εβδομάδες μετά την ορκωμοσία του, αυτό που φοβούνταν πολλοί φορείς υγείας φαίνεται να ξεδιπλώνεται ως εφαρμοσμένη πολιτική ενός ηγέτη που και στην προηγούμενη θητεία του στον Λευκό Οίκο κάθε άλλο παρά είχε διαπρέψει με την πολιτική του στον τομέα της υγείας και της περίθαλψης.
Επανάληψη μιας κακής συνταγής
Συγκεκριμένα , σύμφωνα με έκθεση της Επιτροπής για τη Δημόσια Πολιτική και την Υγεία στην εποχή Τραμπ που είχε καταρτίσει το 2021 η επιστημονική επιθεώρηση Lancet, τονίζεται ότι τότε είχε εκμεταλλευτεί και εργαλειοποιήσει την «οργή των λευκών με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα για την επιδείνωση των προοπτικών ζωής τους για να κινητοποιήσει τη φυλετική έχθρα και την ξενοφοβία και να προσεταιριστεί την υποστήριξή τους για πολιτικές που ωφελούν ανθρώπους και επιχειρήσεις υψηλού εισοδήματος και απειλούν την υγεία.»
Γίνεται δε ιδιαίτερη αναφορά στο «νομοθετικό του επίτευγμα», δηλαδή τη μείωση φόρων ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τις εταιρείες και τους ιδιώτες με υψηλό εισόδημα, ανοίγοντας έτσι «μια τρύπα στον προϋπολογισμό την οποία χρησιμοποίησε για να δικαιολογήσει την περικοπή των επιδοτήσεων για τρόφιμα και την υγειονομική περίθαλψη.»
Σημειώνεται δε ότι «επέλεξε για τα υψηλά αξιώματα δικαστές που απορρίπτουν τη θετική δράση και τα αναπαραγωγικά, εργασιακά, πολιτικά και εκλογικά δικαιώματα- διέταξε τη μαζική κράτηση μεταναστών σε επικίνδυνες συνθήκες- και εξέδωσε κανονισμούς που μειώνουν την πρόσβαση στην άμβλωση και την αντισύλληψη στις ΗΠΑ και παγκοσμίως.»
Αν και η προσπάθειά του να καταργήσει τον νόμο περί προσιτής περίθαλψης απέτυχε, αποδυνάμωσε την κάλυψή του και αύξησε τον αριθμό των ανασφάλιστων κατά 2-3 εκατομμύρια ενώ επιτάχυνε την ιδιωτικοποίηση των κρατικών προγραμμάτων υγείας.
Τέλος, υπογραμμίζεται ότι η εχθρική στάση του Τραμπ προς τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς οδήγησε σε επιδείνωση των επιπέδων της ρύπανσης -με αποτέλεσμα περισσότερους από 22 000 επιπλέον θανάτους μόνο το 2019.
Τέλος, η περιφρονητική του στάση απέναντι στην επιστήμη και οι περικοπές σε προγράμματα παγκόσμιας υγείας και οργανισμούς δημόσιας υγείας, αποτέλεσαν σημαντικό τροχοπέδη στην αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, προκαλώντας δεκάδες χιλιάδες περιττούς θανάτους, και θέτουν σε κίνδυνο τις προόδους κατά του HIV και άλλων ασθενειών.
Αυτή η έκθεση φαντάζει προάγγελος των όσων θα ακολουθήσουν αφού έχει ήδη δώσει τα σχετικά δείγματα γραφής.
ΠΟΥ
Το σχέδιο μεταρρύθμισης για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας που καταστρώνει με την ομάδα του ο Τραμπ, σύμφωνα με σχετική αποκάλυψη του Reuters, προβλέπει να τεθεί επικεφαλής του οργανισμού ένας Αμερικανός, προκειμένου οι ΗΠΑ να μην αποχωρήσουν από αυτόν.
Το έγγραφο, το οποίο κατήρτισαν σύμβουλοι του Τραμπ πριν την ορκωμοσία του στις 20 Ιανουαρίου, προτείνει οι ΗΠΑ να ανακοινώσουν γρήγορα την αποχώρησή τους από τον ΠΟΥ και να υιοθετήσουν μια «ακραία, νέα στάση» στον τρόπο που χειρίζονται τον οργανισμό, ζητώντας μεταξύ άλλων να αναλάβει επικεφαλής του ένας Αμερικανός μετά το 2027, όταν λήγει η θητεία του γενικού διευθυντή Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους.
Ο Τραμπ καταλογίζει στον ΠΟΥ ότι δεν διαχειρίστηκε σωστά την πανδημία covid-19 και ότι επηρεάζεται υπερβολικά από κάποια κράτη. Η αποχώρηση των ΗΠΑ αναμένεται να επισημοποιηθεί τον Ιανουάριο του 2026.
Ωστόσο οι σύμβουλοι του Τραμπ παραδέχονται ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ από τον ΠΟΥ θα βλάψει τα αμερικανικά συμφέροντα, αν και εκτιμούν ότι το ίδιο θα συμβεί και αν η χώρα παραμείνει στον οργανισμό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ είναι μακράν ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του ΠΟΥ, καθώς συνεισφέρει περίπου το 18% του ετήσιου προϋπολογισμού του.
Χρηματοδότηση προγραμμάτων παροχής υγείας σε εμπόλεμες και φτωχές χώρες
Η αναστολή όλων των προγραμμάτων βοήθειας των ΗΠΑ στο εξωτερικό προκαλεί σοκ και προειδοποιήσεις ότι «θα πεθάνει πολύς κόσμος» καθώς αυτή η βοήθεια συνεπάγεται πρωτίστως τη διακοπή της πρόσβασης σε θεραπεία από την οποία εξαρτώνται εκατομμύρια άνθρωποι, σκορπάει πανικό στην αφρικανική ήπειρο.
Οι ΗΠΑ είναι μακράν ο μεγαλύτερος δωρητής παγκοσμίως σε ό,τι αφορά τις δαπάνες για βοήθεια και η απότομη διακοπή αυτού του 'μάννα' προκαλεί σοκ.
Στα προγράμματα που διακόπηκαν συγκαταλέγεται το PEPFAR, απόλυτα κρίσιμο για την αντιμετώπιση της επιδημίας HIV/AIDS, πρωτοβουλία που είχε αρχίσει κατά την προεδρία του Ρεπουμπλικάνου Τζορτζ Ου. Μπους. Από αυτό εξαρτώνται άμεσα πάνω από 20 εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν με τον HIV.
Η αναστολή του σημαίνει πως «τίθενται σε κίνδυνο εκατομμύρια ζωές», προειδοποίησε σε έκθεσή του το αμερικανικό ίδρυμα κατά του AIDS, amfAR
Ενδεικτικά, περίπου 222.333 άνθρωποι που έχουν ανάγκη να προμηθεύονται αντιρετροϊκά φάρμακα για τον HIV καθημερινά δεν έχουν πρόσβαση σ’ αυτά κάθε ημέρα που το πάγωμα παραμένει σε ισχύ.
Το PEPFAR εγγυάται το τρέχον διάστημα αντιρετροϊκή θεραπεία σε 679.936 έγκυες που ζουν με τον HIV, τόσο για τη δική τους υγεία όσο και για την αποτροπή της μετάδοσης του ιού που προκαλεί το σύνδρομο της ανοσολογικής ανεπάρκειας στα παιδιά τους.
«Κατά τη διάρκεια της διακοπής των 90 ημερών, εκτιμάμε ότι 135.987 μωρά μπορεί να μολυνθούν από τον HIV», υπογράμμισε το amfAR. Και πιθανόν αυτό θα παραμείνει αδιάγνωστο: υπηρεσίες όπως το να γίνονται εξετάσεις σε παιδιά έχουν επίσης ανασταλεί.
Περικοπές στα κονδύλια για έρευνα
Τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας προκάλεσαν σοκ στους κύκλους της ακαδημαϊκής έρευνας αργά την Παρασκευή, λέγοντας ότι θα μειώσει δραματικά το ποσοστό που πληρώνει για τα διοικητικά και γενικά έξοδα των πανεπιστημίων για να εξοικονομήσει η κυβέρνηση περισσότερα από 4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ του Axios, oι μειώσεις θα πλήξουν ιδιαίτερα ελίτ ιδρύματα, όπως το Χάρβαρντ, το Γέιλ και το Τζονς Χόπκινς. Ο Τραμπ πρότεινε μια παρόμοια αλλαγή κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, αλλά το Κογκρέσο δεν έδωσε το πράσινο φως.
Το Project 2025, όπως είναι γνωστό το Σχέδιο Μετάβασης της Προεδρίας 2025, , είναι μια πρωτοβουλία που οργανώθηκε από το Heritage Foundation με στόχο την προώθηση μιας συλλογής συντηρητικών και δεξιών προτάσεων πολιτικής για την αναμόρφωση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών και την εδραίωση της εκτελεστικής εξουσίας, με την προϋπόθεση ότι ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2024.
Αυτός λοιπόν ο "μπούσουλας της διακυβέρνησης Τραμπ 2.0 λέει ότι οι χρηματοδοτήσεις στα ιδρύματα στην ουσία χρηματοδοτούν «τις αριστερές ατζέντες» και ότι τα πανεπιστήμια χρησιμοποιούν τα κονδύλια για να χρηματοδοτήσουν τις προσπάθειες σεβασμού της διαφορετικότητας, ισότητας και συμπερίληψης.
Η ξαφνική μείωση των κεφαλαίων ενδέχεται να πλήξει την έρευνα σε διάφορα πεδία, για παράδειγμα για τον καρκίνο ή νευροεκφυλιστικές παθήσεις, προειδοποίησαν επιστήμονες.
Με τις μειώσεις αυτές είναι σίγουρο ότι «θα παραλύσει η έρευνα και η καινοτομία», κατήγγειλε ο Ματ Όουενς, πρόεδρος του COGR, φορέα εκπροσώπησης ινστιτούτων έρευνας και πανεπιστημιακών ιατρικών κέντρων.
«Οι ανταγωνιστές της Αμερικής χαίρονται γι’ αυτό το τραύμα που προκάλεσε η ίδια στον εαυτό της», συνέχισε, καλώντας την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ να επανεξετάσει την απόφασή της «προτού υποστούν τις συνέπειες οι Αμερικανοί».
Ο Τζέφρι Φλάιερ, άλλοτε πρύτανης της σχολής ιατρικής του Χάρβαρντ, εκτίμησε μέσω X πως η απόφαση αυτή δεν έχει σκοπό να «βελτιωθεί η διαδικασία, αλλά να χτυπηθούν θεσμοί, ερευνητές και η βιοϊατρική έρευνα».
Θα «προκαλέσει χάος και θα βλάψει την βιοϊατρική έρευνα και τους ερευνητές», προειδοποίησε, καθώς επιστήμονες εκφράζουν τις τελευταίες εβδομάδες ανησυχία για την έλλειψη διαφάνειας των ομοσπονδιακών αρχών, ειδικά επειδή απέκλεισαν την πρόσβαση σε σημαντικά επιδημιολογικά δεδομένα στους ιστότοπούς τους.
Ο Λευκός Οίκος υπερασπίστηκε το μέτρο, επικαλούμενος την ασυμμετρία των δημόσιων και των ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων.
«Στην πλειονότητά τους, τα ιδιωτικά ιδρύματα που επιχορηγούν την έρευνα χρηματοδοτούν έμμεσα κόστη σε επίπεδο πολύ χαμηλότερο από αυτό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και τα πανεπιστήμια αποδέχονται οικειοθελώς τις επιχορηγήσεις αυτές», τόνισε σε ανακοίνωσή του.