Ο κ. Ξανθός από το βήμα του στη Βουλή αναφερόμενος στο νομοσχέδιο για το ΕΣΥ είπε χαρακτηριστικά πως αυτό «δεν κάνει κάποιες οριακού χαρακτήρα αλλαγές και δεν επιλύει κλαδικά ή συντεχνιακά θέματα», προσθέτοντας πως «σε μια περίοδο που δεν έχει κοπάσει ακόμα η πανδημική κρίση και που αναμένονται ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα λόγο αδυναμίας πολλών ανθρώπων να θερμανθούν επαρκώς, η κυβέρνηση φέρνει ένα νομοσχέδιο που είναι η χαριστική βολή σε ένα πληγωμένο, αποδιοργανωμένο και απαξιωμένο Εθνικό Σύστημα Υγείας, λόγω της πανδημίας, αλλά κυρίως λόγω της στρατηγικής της κυβέρνησης να μην επενδύσει στη δημόσια υγεία.
Είναι ένα νομοσχέδιο που στο όνομα υπαρκτών προβλημάτων και δυσλειτουργιών και κυρίως αδυναμίας προσέλκυσης ιατρικού δυναμικού στην περιφέρεια ουσιαστικά αναιρεί τη θεμελιώδη εργασιακή συνθήκη στην οποία βασίστηκε το ΕΣΥ, την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση των γιατρών. Αυτό που προέβλεπε ο ιδρυτικό νόμος του ΕΣΥ, της μεγάλης αυτής προοδευτική τομής της μεταπολίτευσης, τώρα καταργείται με συνοπτικές διαδικασίες. Οδεύουμε προς την προ ΕΣΥ περίοδο, όπου αξιοπρεπή φροντίδα την ώρα της ανάγκης είχαν μόνο όσοι είχαν χρήματα ή πολιτικό μέσο.
Από τη σημερινή συνθήκη, με γιατρούς δημόσιους λειτουργούς αφοσιωμένους στην δωρεάν, καθολική και ισότιμη φροντίδα των ασθενών, πάμε σε μια νέα εποχή που οι γιατροί θα επιδιώκουν την ιδιωτική σχέση και την οικονομική συναλλαγή με τον ασθενή. Αυτό είναι ευθέως σύγκρουση συμφέροντος και αποδομεί πλήρως το δημόσιο χαρακτήρα του ΕΣΥ.
Η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση δεν αρκεί από μόνη της για να αντιμετωπιστούν οι δυσλειτουργίες, τα προβλήματα και οι παθογένειες του ΕΣΥ. Αλλά είναι εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για να διασφαλιστεί το καθολικό δικαίωμα στην αξιόπιστη δωρεάν περίθαλψη. Εμείς υπερασπιζόμαστε την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, και μάλιστα και για τους πανεπιστημιακούς γιατρούς, με όρους συνολικής αναβάθμισης και των συνθηκών εργασίας και των αμοιβών και της ιατρικής εκπαίδευσης.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι φέρνει ευελιξία και ελευθερία επιλογής. Όμως σε συνθήκες οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων αυτό θα συνεπάγεται προνόμιο για λίγους. Η πλειονότητα των ανθρώπων, που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα έχουν ως μοναδικό καταφύγιο το δημόσιο σύστημα υγείας και τη δωρεάν του λειτουργία. Σε μια χώρα με ήδη τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες υγείας στην Ευρώπη (40% επί του συνόλου) η κυβέρνηση προωθεί την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας και την μετακύλιση κόστους στους ασθενείς.
Το νομοσχέδιο υποτίθεται ότι ενισχύει την ιατρική εκπαίδευση. Είναι όμως αδύνατο να πιστεύει κανείς ότι σε συνθήκες πολυαπασχόλησης, με πρωινή και απογευματινή λειτουργία, εφημερίες και ιδιωτικό ιατρείο, να μείνει χρόνος για την ιατρική εκπαίδευση. Έτσι οι νέοι γιατροί θα συνεχίσουν να εγκαταλείπουν τη χώρα μαζικά για να κάνουν ειδικότητα στο εξωτερικό, και όχι μόνο για λόγους χαμηλών αποδοχών, αλλά και για λόγους αναξιοπρεπών συνθηκών εργασίας και εκπαίδευσης. Και βέβαια οι προβλεπόμενες κατά 10% αυξήσεις στις αποδοχές των γιατρών, στο όριο του πληθωρισμού, είναι αδύνατο να αποτελέσουν κίνητρο για την αντιστροφή του brain drain.
Όλα αυτά τα γνωρίζει η κυβέρνηση, αλλά είναι πολιτική της επιλογή να επιφέρει το τελειωτικό χτύπημα σε ένα εργασιακό καθεστώς που διασφαλίζει τον πυρήνα του Εθνικού Συστήματος Υγείας, το δικαίωμα στην ισότιμη και δωρεάν φροντίδα.
Υπάρχει ένα κρίσιμο αξιακό και πολιτικό δίλημμα: Υγεία δικαίωμα ή προνόμιο. Το ΕΣΥ χώρος εγγυημένης κάλυψης αναγκών, ή χώρος ιδιωτικής άσκησης της ιατρικής και ιδιωτικών επενδύσεων.
Οι αλλαγές του νομοσχεδίου δεν αφορούν μόνο τις εργασιακές συνθήκες αλλά και άλλα κρίσιμα πεδία, όπως η διαδικασία επιλογής των γιατρών. Σε ένα πλαίσιο αντικειμενικών κριτηρίων, που είχαμε δρομολογήσει και εφαρμόσει κατά την προηγούμενη περίοδο, με βάση την προϋπηρεσία, την κλινική εμπειρία και την εκπαίδευση, η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο συρρικνώνει αυτά τα αντικειμενικά κριτήρια και πολλαπλασιάζει τη βαρύτητα της μοριοδότησης της προφορικής συνέντευξης ώστε να ενισχύσει τον πελατειακό χαρακτήρα των προσλήψεων και τις αθέμιτες συναλλαγές. Ήδη αυτή την περίοδο γίνεται όργιο πολιτικών παρεμβάσεων όταν υπάρχει διαδικασία κρίσης ενός γιατρού για το ΕΣΥ. Το μισό υπουργικό συμβούλιο και όλοι οι βουλευτές της περιοχής παρεμβαίνουν στους κριτές για να επιλέξουν τους "ημέτερους".
Εμείς υπερασπιζόμαστε ένα νέο δημόσιο σύστημα υγείας. Αυτή είναι η απαίτηση και το δίδαγμα της πανδημίας. Το πρόταγμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είναι η ενδυνάμωση των δημόσιων συστημάτων υγείας. Η κυβέρνηση κινείται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση.
Αλλά ας αναλογιστούμε, τι θα είχε γίνει στο σύστημα υγείας αν αυτές οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις είχαν εφαρμοστεί πριν την πανδημία; Τι θα είχε γίνει αν οι γιατροί του ΕΣΥ αντί να αντιμετωπίζουν τους ασθενείς με κορονοϊό, αντί να δίνουν μάχη στις εντατικές και τις κλινικές λοιμώξεων, κοίταζαν πως θα βρουν ιδιωτική πελατεία και επιπλέον εισοδήματα;
Η ευθύνη της κυβέρνησης για την οριστική διάλυση του ΕΣΥ είναι μη παραγράψιμη και θα παίξει κρίσιμο ρόλο στην επιλογή των πολιτών εν όψει των επερχόμενων εκλογών.
Η υγεία θα είναι ένα πεδίο σκληρής πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Εμείς θα δώσουμε τη μάχη για να πείσουμε τους πολίτες και τους ασθενείς που επιβαρύνονται και ταλαιπωρούνται ότι υπάρχει εναλλακτική προοδευτική λύση, που εγγυάται τον αξιακό πυρήνα, αλλά και την αξιοπρεπή και δωρεάν φροντίδα των ανθρώπων.
Κλείνοντας, επικαλούμαι μια ειρωνεία της ιστορίας. Αυτές οι αλλαγές δεν γίνονται πρώτη φορά. Τις είχε επιχειρήσει πρώτος ο πατέρας Μητσοτάκης με το νόμο 2071/92. Οι γιατροί τότε δεν "τσίμπησαν", κυρίως όμως ήρθε η πολιτική αλλαγή για να ακυρώσει αυτή την παρέμβαση. Τώρα, τριάντα χρόνια μετά, ο υιός Μητσοτάκης, με την ίδια νεοφιλελεύθερη εμμονή, επαναφέρει έναν αναχρονισμό και επιμένει να δώσει περισσότερο χώρο στα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα και στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες υγείας. Αυτοί είναι οι κερδισμένοι από αυτή την παρέμβαση, προσδοκώντας αύξηση των κερδών τους και προσέλκυση έμπειρου δυναμικού από το ΕΣΥ και τα Πανεπιστήμια.
Οι υγειονομικοί, οι ασθενείς, οι τοπικές κοινωνίες και οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις θα εγγυηθούν ότι αυτός ο νόμος δεν θα εφαρμοστεί και θα ότι θα δρομολογηθεί μια μεγάλη παρέμβαση στην επόμενη προοδευτική διακυβέρνηση που θα δώσει προοπτική, βιωσιμότητα και αξιοπρέπεια στο δημόσιο σύστημα υγείας».