Τα περισσότερα επιστημονικά δεδομένα φαίνεται να δείχνουν πως υπήρξε επιδημιολογικό όφελος από την διακοπή της λειτουργίας των σχολείων κατά τη διάρκεια του απαγορευτικού, «με την ελαχιστοποίηση της μετάδοσης μεταξύ παιδιών, των οικογενειών τους και των δασκάλων τους», όπως ανέφερε ο Καθηγητής.
Πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ξεκινήσει την επιστροφή των παιδιών με φυσική παρουσία στην σχολική τάξη όπως η Ολλανδία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελβετία, η Αυστραλία ενώ σε κάποιες χώρες όπως η Εσθονία, η Ισλανδία και η Σουηδία τα σχολεία δεν έκλεισαν ποτέ. Στην Δανία τα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά είναι ανοιχτά περίπου ένα μήνα.
«Πρόσφατες δημοσκοπήσεις σε πολλές χώρες του κόσμου εκφράζουν την αγωνία των ανθρώπων προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση. Πολλοί γονείς δε θέλουν να στείλουν τα μικρά παιδιά στο σχολείο, επικαλούμενοι λόγους ασφαλείας, κάποιοι μάλιστα θα ήθελαν τα παιδιά να μην πάνε καθόλου σχολείο έως να υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία ή και εμβόλιο το οποίο όμως αναμένεται να καθυστερήσει αρκετά. Από την άλλη μεριά πολλοί γονείς δεν μπορούν να υποστηρίξουν οιαδήποτε εκπαιδευτική διδασκαλία στο σπίτι, ούτε μπορούν να επιστρέψουν στην εργασία τους όσο τα σχολεία είναι κλειστά. Πρέπει ακόμη μια φορά να εστιάσουμε στις καταλληλότερες επιλογές βάσει των έως τώρα διαθέσιμων δεδομένων και των αναγκών των παιδιών», σημείωσε με νόημα ο κ. Τσιόδρας.
Όπως εξήγησε, πάντως, οι αποφάσεις για τα σχολεία πέραν των επιστημονικών δεδομένων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και άλλες παραμέτρους όπως είναι οι κοινωνικές.
«Ενώ υπάρχουν πολλά επιστημονικά επιχειρήματα για να επιστρέψουν τα μικρά παιδιά στο σχολείο πολλοί γονείς προβάλλουν το εξίσου αληθινό επιχείρημα πως η επιστήμη δεν είναι ντετερμινιστική και δεν έχει καταλήξει σε συμπεράσματα της τάξης του 100% ασφάλεια που θα ήθελε να έχει κανείς για τα παιδιά του – κάτι που είναι φυσικά κατανοητό. Επί του παρόντος δεν υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα που να σου προσφέρουν απόλυτη εγγύηση ότι η επιστροφή στο σχολείο είναι τελείως ασφαλής και πως κανένα παιδί δεν διατρέχει κίνδυνο.
Με τα έως τώρα δεδομένα τα παιδιά είναι λιγότερο πιθανόν να μολυνθούν και νοσούν ηπιότερα ενώ ο ρόλος τους στην μετάδοση της νόσου φαίνεται να υπάρχει ίσως σε περιορισμένο βαθμό αλλά αυτό δεν είναι ξεκάθαρο. Αυτές οι γενικές διαπιστώσεις εκφράζουν τον μέσο όρο και δεν αποτελούν εγγύηση για το τι θα συμβεί στο κάθε παιδί που θα πάει σχολείο. Υπάρχει ένας πολύ μικρός αριθμός παιδιών που ενδεχόμενα θα περάσουν σοβαρά την νόσο, όπως και άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που θα την περάσουν ελαφρά. Υπάρχουν --ευτυχώς λίγες-- τραγικές περιπτώσεις παιδιών-σε χώρες με υψηλό αριθμό περιπτώσεων της νέας νόσου- τα οποία εμφανίζουν το πολύ σπάνιο παιδιατρικό πολύ-συστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο.
Άρα το συμπέρασμα δεν είναι πως αυτά δεν συμβαίνουν ή δεν θα συμβούν σε εμάς αλλά πως είναι πολύ σπάνια. Όσον αφορά εμάς σαν επιστήμονες θεωρώ πως δεν θα πρέπει να υπερτονίζεται η αρνητική πλευρά των επιστημονικών δεδομένων. Εν τούτοις ακούγονται τόσες διαφορετικές τοποθετήσεις ακόμη και από επιστημονικούς κύκλους που μπερδεύουν περισσότερο τους ανθρώπους. Να γνωρίζετε καλά -μπορώ να το διαβεβαιώσω επιστημονικά - κάποια από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αντίστοιχα και για άλλες κοινές ιώσεις όπως η γρίπη και οι ιοί του κοινού κρυολογήματος. Ο ιός αυτός είχε τις ιδιαιτερότητες του αντιμετωπίστηκε και αντιμετωπίζεται με ειδικό τρόπο όμως η παρουσία του δεν μπορεί να σταματήσει την ζωή και ζωτικές δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτήν», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επιχειρήματα υπέρ του ανοίγματος των σχολείων
Ο κ. Τσιόδρας απαρίθμησε τα βασικά επιχειρήματα που λειτουργούν υπέρ του ανοίγματος των σχολείων.
«Πρώτον, υπάρχει μια κρυφή ανισότητα στην μάθηση και την εκπαίδευση για τα παιδιά που ανήκουν σε πιο φτωχές οικογένειες, η οποία ενισχύεται σε περιόδους παύσης λειτουργίας των σχολείων ακόμη και στις καλοκαιρινές διακοπές. Αυτό έχει δειχθεί με σχολικές έρευνες πως συμβαίνει λόγω της μικρότερης πιθανότητας αυτά τα παιδιά στο σπίτι να έχουν ένα περιβάλλον που να ευνοεί την μαθησιακή / εκπαιδευτική διαδικασία και συνήθως διαβάζουν λιγότερο σε τέτοιες περιόδους.
Δεύτερο υπάρχει σαφώς ένα κόστος σε χαμένη εκπαιδευτική διαδικασία, σε χαμένη γνώση που δεν έχει ευρέως αξιολογηθεί. Σε μελέτες του εξωτερικού η πλειονότητα των παιδιών είτε δεν είχε καλή πρόσβαση, είτε δεν παρακολουθούσε πλήρως τα διαδικτυακά μαθήματα και οι περισσότερες/οι μαθήτριες/τές (σε κάποιες έρευνες έως και 75%) δεν ολοκλήρωναν την εργασία που τους είχε ανατεθεί.
Τρίτον, αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο σημαντικές επιπτώσεις του απαγορευτικού στην πνευματική και ψυχική υγεία των παιδιών με εμφάνιση άγχους, απομόνωσης φαινόμενα όπως ο εθισμός στο διαδίκτυο κυρίως λόγω της απομάκρυνσης από τα σχολεία και το φιλικό τους καθημερινό περιβάλλον. Ας μην υποτιμάμε την επιρροή του σχολείου στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Αυτή τη στιγμή έχουμε παιδιά στα σπίτια που εδώ και εβδομάδες δεν έχουν ουσιαστική επαφή με συνομήλικούς τους
Τέταρτον, υπάρχουν και οικονομικοί λόγοι που αφορούν τους γονείς και την κοινωνία που δεν είμαι ειδικός να αναλύσω.
Η UNICEF σε πρόσφατες δηλώσεις της σχετικά με την επαναλειτουργία των σχολείων συνέστησε να συνεξετάζουν οι αρχές τα οφέλη και τους κινδύνους στην εκπαίδευση, στην δημόσια υγεία και σε κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες χρησιμοποιώντας τα καλύτερα διαθέσιμα δεδομένα. Τι θα λειτουργήσει προς το καλύτερο συμφέρον του κάθε παιδιού και του οικογενειακού του περιβάλλοντος ξεχωριστά είναι το κρίσιμο ερώτημα. Για ένα παιδί που ανήκει σε μια ευπαθή ομάδα, ένα παιδί που μένει με την γιαγιά ή τον παππού σε ένα σπίτι που συστεγάζονται πολλές γενιές μαζί είναι σημαντικό για την υγεία του/υγεία τους να μην πάει στο σχολείο αυτήν την στιγμή με στόχο όμως να μην βλαφθούν και οι υπόλοιποι παράμετροι που προαναφέραμε. Το κόστος της μη παρακολούθησης θα είναι πάντα υψηλότερο για ένα παιδί που έχει λιγότερες ευκαιρίες πρόσβασης στην μάθηση, για ένα παιδί που ζει σε ένα δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον.
Τέλος είναι σημαντικό να ξέρει κανείς τι θα κάνει το παιδί που δεν θα πάει σχολείο. Αν είναι σπίτι σε απομόνωση σαφώς είναι ασφαλέστερο από το να εκτεθεί σε επαφή με άλλα παιδιά. Αν όμως ένα παιδί βγαίνει για να παίξει στη γειτονιά και στις πλατείες εκτίθεται σε επαφή με άλλους και μάλιστα σε ένα περιβάλλον μη ελεγχόμενο όπου δεν είναι σίγουρο ότι τηρούνται τα μέτρα».
Ωστόσο, διερωτήθηκε αν είμαστε έτοιμοι να κρατήσουμε τα παιδιά σε απομόνωση.
«Αυτή την στιγμή κανείς δεν μπορεί να αποδείξει πως οι κίνδυνοι είναι περισσότεροι από το όφελος των παιδιών που επανέρχονται στην σχολική διαδικασία. Κάτι που λειτουργεί καλά για ένα παιδί μπορεί να μην λειτουργεί καλά για άλλο. Οριζόντιες αποφάσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να λαμβάνονται σε αυτήν την φάση. Στην πατρίδα μας γεννάται το ερώτημα ποια είναι η καταλληλότερη στρατηγική ελλείψει όλων των δεδομένων. Ξέρετε κάποια από τα επιχειρήματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για άλλες κοινές ιώσεις όπως η γρίπη και οι ιοί του κοινού κρυολογήματος.
Φαίνεται πως δεν υπάρχει αλλά ούτε και είναι απαραίτητη μια εγγύηση 100% για την επιστροφή των παιδιών στις τάξεις. Για τα νηπιαγωγεία και τους παιδικούς σταθμούς είναι σαφές πως δεν είναι πρακτικά εφικτή η διατήρηση της απόστασης κι εκεί η υγιεινή των χεριών, το να μην φέρνουν τα παιδιά παιχνίδια από το σπίτι, το να γίνονται περισσότερες δραστηριότητες σε υπαίθριους χώρους, το να χωρίζονται τα παιδιά σε μικρές ομάδες, το να απαγορεύεται η είσοδος των γονέων στο κτίριο ή και η διατήρηση των αποστάσεων μεταξύ των γονέων στις θύρες του σχολείου είναι σημαντικά μέτρα», συμπλήρωσε.
Το άνοιγμα των σχολείων για τα μικρά παιδιά παραμένει ένα σύνθετο δίλημμα, κατά τον Καθηγητή. «Υπάρχουν αρκετά υπέρ και κάποιοι ενδοιασμοί. Από την άλλη η δεδομένη στιγμή μοιάζει η καταλληλότερη χρονικά για να επιστρέψουν τα περισσότερα παιδιά, υπό προϋποθέσεις στην κανονικότητα που τους στερήσαμε. Κατά την γνώμη μου τα οφέλη είναι περισσότερα από τους κινδύνους και όσον περνά ο καιρός το κοινωνικό κόστος του να κρατά κανείς σχολεία κλειστά θα μεγεθύνεται. Μπορούν να επιστρέψουν στα δημοτικά τα παιδιά μας με κανόνες υγιεινής με κάποια μέτρα απόστασης προσαρμοσμένα στην λειτουργία του σχολείου, στην ασφάλεια των παιδιών και του προσωπικού. Ήδη στις γειτονιές πολλά παιδιά παίζουν μαζί. Το σημαντικότερο είναι να μπορούμε να έχουμε ένα συνεχή έλεγχο και εκτίμηση των δεδομένων σε πραγματικό χρόνο ώστε το τρίπτυχο ελέγχου, ιχνηλάτησης και απομόνωσης να τηρείται προσεκτικά όπως σε όλους τους χώρους και για τον χώρο του σχολείου.
Ζούμε κάτι έκτακτο, κάθε οικογένεια – κάθε παιδί είναι διαφορετικό αλλά δεν πρέπει να μείνουμε στην περιπτωσιολογία. Η αλήθεια είναι πως τελικά πως ότι και να εισηγηθούμε οι επιστήμονες οι οποίοι πάντα εξετάζουμε τους όρους και τους κανόνες επιστροφής με όσο το δυνατόν περισσότερη ασφάλεια, ότι και να αποφασίσει η πολιτεία, η τελική απόφαση για την επιστροφή των παιδιών θα καθοριστεί από τον στενό τους οικογενειακό κύκλο, τους γονείς και κηδεμόνες οι οποίοι πιστεύω πως είναι ενημερωμένοι και στο τέλος της ημέρας γνωρίζουν τι θα λειτουργήσει καλύτερα για τα παιδιά τους» κατέληξε ο κ. Τσιόδρας.