Ειδικότερα, ο καθηγητής ανέφερε τα εξής: «Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχω από την επικεφαλής της ομάδας εκτιμήσεων, αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας, κα Βάνα Σύψα, με το καλύτερο δυνατό σενάριο σχετικά με τη θνητότητα του ιού, δηλαδή ένα 0,55% και χωρίς τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα, δηλαδή, μία μείωση των επαφών του πληθυσμού περίπου 10%, ο αριθμός των θανάτων θα είχε μία μέση τιμή περίπου 13.685 θανάτους».
Πρόσθεσε ότι «με μία μείωση των επαφών κατά 20% οι θάνατοι θα έφταναν 7.015 θάνατοι.
«Τα χειρότερα σενάρια, φυσικά, δε θα τα αναφέρω. Γιατί έστω και αργά κάποια μέτρα θα τα παίρναμε. Όπως συνέβη με άλλες χώρες. Τότε, όμως, θα ήταν αργά» κατέληξε ο κ. Τσιόδρας.
«Στις 26 Μαΐου στην Ελλάδα μας καταγράφηκαν συνολικά 16 θάνατοι ανά εκατομμύριο πληθυσμού έναντι 815 στο Βέλγιο, 574 στην Ισπανία, 555 στο Ηνωμένο Βασίλειο και 544 ανά εκατομμύριο φυσικά πληθυσμού στην Ιταλία. Αν ξέχναγα τις μαθηματικές εκτιμήσεις και στη χώρα μας είχαμε αντίστοιχα 500 θανάτους ανά εκατομμύριο, δηλαδή λιγότερους από αυτούς που σας λέω, θα αναμέναμε περίπου 5400 θανάτους» συμπλήρωσε ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας.
Δείτε ΕΔΩ τι είπε για τα αποτελέσματα από τα πρώτα τεστ αντισωμάτων ο κ. Τσιόδρας
Σημερινά κρούσματα και θάνατοι
Στην ανακοίνωση 10 νέων κρουσμάτων του κορονοϊού SARS-CoV-2 στη χώρα μας, 8 με πιθανή σύνδεση με άλλο κρούσμα, προχώρησε ο Λοιμωξιολόγος Σ. Τσιόδρας.
Ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων είναι 2.892, εκ των οποίων το 55% αφορά άνδρες.
Από αυτά, 628 (21.8%) θεωρούνται σχετιζόμενα με ταξίδι από το εξωτερικό και 1647 (57%) είναι σχετιζόμενα με ήδη γνωστό κρούσμα. 18 συμπολίτες μας νοσηλεύονται διασωληνωμένοι.
Η διάμεση ηλικία τους είναι 69 ετών. 4 (είναι γυναίκες και οι υπόλοιποι άνδρες. Το 83.3% έχει υποκείμενο νόσημα ή είναι ηλικιωμένοι 70 ετών και άνω.
101 ασθενείς έχουν εξέλθει από τις ΜΕΘ. Τέλος, έχουμε 1 ακόμα καταγεγραμμένο θάνατο και 173 θανάτους συνολικά στη χώρα.
Οι 52 ήταν γυναίκες (30% και οι υπόλοιποι άνδρες. Η διάμεση ηλικία των θανόντων συμπολιτών μας ήταν τα 76 έτη και το 94% είχε κάποιο υποκείμενο νόσημα ή/και ηλικία 70 ετών και άνω.
Έχουν συνολικά ελεγχθεί 160.991 κλινικά δείγματα.