Συγκεκριμένα, ο κ. Δημήτρης Βαρτζόπουλος αναφέρθηκε στους υγειονομικούς χειρισμούς στην πυρκαγιά του Έβρου και στις μέγα πλημμύρες της Θεσσαλίας, δύο φυσικές καταστροφές όπου δοκιμάζονται οι δομές υγείας και οι διαδικασίες παροχής υπηρεσιών υγείας σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Το ένα είναι το επίπεδο της δομής αυτής καθ' αυτής, δηλαδή το νοσοκομείο και το άλλο είναι το επίπεδο της παροχής υπηρεσιών υγείας στο γενικό πληθυσμό.
Στο θέμα της μεγάλης πυρκαγιάς στον Έβρο, εκείνο το οποίο χρειάστηκε να κάνουμε είναι να εκκενώσουμε το γενικό και πανεπιστημιακό νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, δυνάμεως υπέρ των 500 κλινών, είπε. Αυτό σημαίνει ότι όταν έχουμε μια φυσική καταστροφή η οποία πλησιάζει και επίκειται να διαταράξει ουσιαστικά τη λειτουργία μιας νοσοκομειακής μονάδος, το κράτος είναι υποχρεωμένο να κάνει τα εξής: πρώτο να αναγνωρίζει εγκαίρως τον κίνδυνο και δεύτερο να έχει εναλλακτικά σχέδια αντιμετωπίσεως αυτού του κινδύνου, έτσι ώστε η λειτουργία της μονάδος να μπορέσει να συνεχιστεί σε άλλο χώρο, ώστε να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για την εξυπηρέτηση του πληθυσμού και η μετεγκατάστηση να γίνει με ένα τρόπο όσο το δυνατό πιο ασφαλή, σημείωσε και συμπλήρωσε ότι είναι είναι σημαντικό να έχει κανείς επικοινωνίες με τις αρχές που θα αποφασίσουν κάτι τέτοιο.
Πρόσθεσε ότι στην Αλεξανδρούπολη αντιμετωπίστηκε το εξής θέμα: «Είχαμε σχέδια μετοικίσεως του νοσοκομείου, που σημαίνει ότι η προετοιμασία πρέπει να είναι τουλάχιστον ημερών. Ευτυχώς είχαμε προνοήσει να υπάρχουν εναλλακτικές έτοιμες λύσεις, ώστε να επανέλθει η λειτουργία του. Αυτό δείχνει τι πρέπει να γίνεται όταν έχουμε επικινδυνότητα καταστροφής της ίδιας της μονάδας παροχής υπηρεσιών υγείας, δηλαδή προετοιμασία, εναλλακτικά σχέδια».
Το δεύτερο, είπε, είναι οι πλημύρες που έπληξαν τη Θεσσαλία και από πλευράς συνεπειών συνεχίζεται και σήμερα. «Σε τέτοια φαινόμενα φυσικής καταστροφής έχουμε ένα impact (μια επίδραση) που είναι μακροπρόθεσμο, εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια φυσική καταστροφή που είναι εν εξελίξει, που δημιουργεί μια σοβαρή διατάραξης της καθημερινότητας των πολιτών, της οικονομικής ζωής και φυσικά τις δυνατότητες παροχής υπηρεσιών υγείας. Εκεί μπορέσαμε, έχοντας προετοιμάσει τις μονάδες, να αποφύγουμε τη διατάραξη τις λειτουργίας αυτών. Υπήρξε όμως μια σοβαρή διατάραξη της καθημερινότητος ενός εκατομμυρίου πολιτών που ζουν στην περιοχή. Μια διατάραξη που είχε σχέση όχι απλώς με τον τρόπο στεγάσεως και σιτίσεως τους, αλλά και με τον τρόπο προσβάσεως σε υγειονομικές υπηρεσίες. Εκεί είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα σαφές σχέδιο συνεργασίας των υπηρεσιών σε ανώτατο επίπεδο. Να υπάρξει συνέχεια της παρακολουθήσεως του πληθυσμού εγκαθιστώντας εκεί υγειονομικές δομές τέτοιες, επιπλέον, που θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα μακροχρόνια προβλήματα που δημιουργεί η φυσική καταστροφή», κατέληξε.
Ο επικεφαλής βιωσιμότητας του Διεπιστημονικού Κέντρου Ερευνών Δημόσιας Υγείας του πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, Τζέιμς Σμιθ, μίλησε για την καινοτομία στην υγειονομική περίθαλψη και τις πολιτικές δημόσιας υγείας σε έναν ασταθή κόσμο, φέρνοντας ως παράδειγμα την πρακτική που ακολουθείται στην Αγγλία.