Οπωσδήποτε ναι, λένε τα συμπεράσματα έρευνας του Brigham and Women’s Hospital και του Harvard T.H. στην οποία οι επιστήμονες μελέτησαν 200 γυναίκες εντοπίζοντας τη σύνδεση συγκεκριμένων βακτηρίων του εντέρου με θετικά συναισθήματα όπως η ευτυχία και το αίσθημα ελπίδας.
Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Psychological Medicine.
Έντερο: Ο «μικρός» εγκέφαλος του σώματος
Ήδη παλαιότερες μελέτες, έχουν αποδείξει ότι το μικροβίωμα του εντέρου επηρεάζει τον άξονα εγκεφάλου-εντέρου, την αμφίδρομη επικοινωνία που έχουν τα δυο όργανα μέσω του γαστρεντερικού σωλήνα. Είναι μια σχέση που έχει επιπτώσεις, θετικές ή αρνητικές, σε πολλά θέματα σωματικής και συναισθηματικής φύσης.
«Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η διαταραχή στο μικροβίωμα του εντέρου μπορεί να επηρεάσει τον άξονα εντέρου-εγκεφάλου και να οδηγήσει σε διάφορα προβλήματα υγείας, όπως άγχος, κατάθλιψη, ακόμη και νευρολογικές διαταραχές», επισημαίνει ο Yang-Yu Liu, αναπληρωτής καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και ένας εκ των επικεφαλής ερευνητών της μελέτης.
Αυτή η αλληλεπίδραση πιθανότατα ρέει αμφίδρομα - ο εγκέφαλος μπορεί να επηρεάσει το έντερο και το έντερο μπορεί να επηρεάσει τον εγκέφαλο, λένε οι επιστήμονες, άρα τα συναισθήματα που έχουμε και ο τρόπος που τα διαχειριζόμαστε μπορούν να επηρεάσουν το μικροβίωμα του εντέρου και το μικροβίωμα με την σειρά του, μπορεί επίσης να επηρεάσει το πώς νιώθουμε.
Ο άξονας εντέρου-εγκεφάλου αποδεδειγμένα σχετίζεται με τη σωματική υγεία. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι τα θετικά συναισθήματα συνεισφέρουν στους δείκτες μακροζωίας. Αντίθετα, τα αρνητικά συναισθήματα συνδέονται με υψηλότερα ποσοστά καρδιαγγειακών παθήσεων και θνησιμότητας από όλες τις αιτίες.
Πώς έγινε η μελέτη
Οι συμμετέχουσες συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια των ερευνητών απαντώντας σε ερωτήματα για τα συναισθήματά τους τις προηγούμενες 30 ημέρες με διάκριση των θετικών (αίσθημα χαράς ή ελπίδας για το μέλλον) ή των αρνητικών (λύπη, φόβος, ανησυχία, απελπισία, καταθλιπτικά ή συναισθήματα μοναξιάς). Η έρευνα αξιολόγησε επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες συμμετέχουσες ανέφεραν ότι διαχειρίστηκαν τα συναισθήματά τους. Οι δύο επιλογές ανάμεσα στις οποίες έπρεπε να διαλέξουν, αφορούσαν στην διαχείριση της κατάστασης για να τη αντιμετωπίσουν με πιο θετικό πρίσμα ή στην προσπάθεια καταστολής των αρνητικών συναισθημάτων.
Τρεις μήνες μετά την συμμετοχή τους στην έρευνα, οι ερευνητές προχώρησαν σε εργαστηριακές εξετάσεις σε δείγματα κοπράνων από τις 200 γυναίκες, τα οποία αναλύθηκαν με την μέθοδο της μεταγονιδιωματικής αλληλουχίας. Η ομάδα συνέκρινε τα αποτελέσματα από τη μικροβιακή ανάλυση με τις απαντήσεις της έρευνας σχετικά με τα συναισθήματα, αναζητώντας συνδέσεις.
«Μερικά από τα είδη μικροβιώματος που εμφανίστηκαν στην ανάλυση είχαν ήδη συνδεθεί από προγενέστερες έρευνες με αρνητικές επιπτώσεις σε θέματα υγείας, συμπεριλαμβανομένης της σχιζοφρένειας και των καρδιαγγειακών παθήσεων», δήλωσε μια εκ των ερευνητων, η Anne-Josee Guimond, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο εργαστήριο του Kubzansky. «Αυτή η σχέση, μεταξύ της ρύθμισης των συναισθημάτων και του μικροβιώματος του εντέρου, θα μπορούσε να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο τα συναισθήματα μας επηρεάζουν την υγεία».
Η ανάλυση διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι που καταπίεζαν τα συναισθήματά τους είχαν διαφοροποιημένο μικροβίωμα του εντέρου. Συγκεκριμένα, τα άτομα που ανέφεραν πιο χαρούμενα συναισθήματα είχαν χαμηλότερα επίπεδα του βακτηρίου Firmicutes CAG 94 και του βακτηρίου Ruminococcaceae D16. Αντίστοιχα, οι άνθρωποι που είχαν περισσότερα αρνητικά συναισθήματα διέθεταν μεγαλύτερο πληθυσμό των συγκεκριμένων βακτηρίων.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης τον ρόλο του εντερικού μικροβιώματος σε επίπεδο λειτουργικής οδού, αναζητώντας σύνδεση μεταξύ των αλλαγών στην ικανότητα αυτής της δραστηριότητας και συγκεκριμένων συναισθηματικών καταστάσεων και μεθόδων διαχείρισης των συναισθημάτων. Διαπίστωσαν ότι τα αρνητικά συναισθήματα συνδέονταν με μειωμένη ικανότητα δραστηριότητας σε πολλαπλές ενέργειες που σχετίζονται με το μεταβολισμό.
Οι ερευνητές επιδιώκουν τώρα να επαναλάβουν τη μελέτη με διευρυμένο δείγμα εθελοντών.
Μια πιο συγκεκριμένη ανάλυση των μικροβιακών στελεχών θα μπορούσε εκτιμούν, να βοηθήσει στην ανάπτυξη θεραπευτικών μέσων που βασίζονται στο μικροβίωμα, όπως τα προβιοτικά, με στόχο την βελτίωση των συναισθημάτων και της σωματικής ευεξίας.
Πηγή: https://news.harvard.edu/gazette/story/2023/04/expanding-our-understanding-of-the-gut-feeling/