Προβληματισμένη για την επάρκεια των μέτρων ελέγχου και περιορισμού της επιδημίας του νέου κορονοϊού είναι η επιστημονική κοινότητα. Συγκεκριμένα, όπως διερωτάται και ο Θάνος Δημόπουλος, Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής και Πρύτανης ΕΚΠΑ, αρκεί η απομόνωση των κρουσμάτων και των στενών επαφών τους να ανασχέσει τη μετάδοση του κορονοϊού
Την απάντηση μέσω μαθηματικής μοντελοποίησης προσπαθεί να δώσει ομάδα επιστημόνων από το Τμήμα Επιδημιολογίας Λοιμωδών Νόσων του London School of Hygiene and Tropical Medicine με πρόσφατη δημοσίευση (28/2/20) στο περιοδικό The Lancet Global Health.
Όπως προκύπτει, υπό προϋποθέσεις η απομόνωση των κρουσμάτων και των επαφών τους μπορεί να ελέγξει την επιδημία του νέου κορονοϊού ή τουλάχιστον να αναχαιτίσει τη δυναμική μετάδοσης ώστε να κερδίσουμε πολύτιμο χρόνο εν αναμονή έγκρισης ειδικών θεραπειών και εμβολίων.
Ως χρόνος επώασης ορίζεται ο χρόνος από την αρχική ημερομηνία επαφής με την πηγή μετάδοσης έως την αρχική ημερομηνία εμφάνισης των συμπτωμάτων. Είναι λογικό ότι η απομόνωση των κρουσμάτων είναι λιγότερο αποτελεσματική για την ανάσχεση της επιδημίας εάν η μετάδοση της ιογενούς λοίμωξης αρχίζει πριν από την εκδήλωση των συμπτωμάτων.
Η αποτελεσματικότητα της απομόνωσης των κρουσμάτων και των επαφών τους στηρίζεται σε πέντε παράγοντες, ως ακολούθως:
- Τον αριθμό των δευτερογενών λοιμώξεων που δημιουργεί κάθε νέα λοίμωξη (Ro). Πρακτικά, είναι ο αριθμός των ατόμων που θα νοσήσουν κατόπιν επαφής τους με ένα νέο κρούσμα.
- Το ποσοστό της μετάδοσης που έχουμε πριν την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Η μετάδοση πριν την εμφάνιση των συμπτωμάτων μπορεί να προληφθεί μόνο με την ιχνηλάτηση των επαφών των γνωστών κρουσμάτων, τον έλεγχο και την απομονωσή τους.
- Την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα της ιχνηλάτησης των επαφών των γνωστών κρουσμάτων.
- Τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων που προκαλεί μία λοίμωξη. Εάν τα κρούσματα έχουν ελάχιστα συμπτώματα ή καθόλου συμπτώματα δεν αναζητούν ιατρική βοήθεια.
- Τον αριθμό των επαφών που έχουν τα κρούσματα πριν από την διάγνωση και την απομονωσή τους.
Έλεγχος μιας επιδημίας επιτυγχάνεται με την απουσία νέων κρουσμάτων εντός 12 έως 16 εβδομάδων. Επιδημίες με πάνω από 5.000 συνολικά κρούσματα συνήθως δεν καθίσταται δυνατό να ελεγχθούν σε αυτό το χρονικό διάστημα.
Ο Καθηγητής ανέφερε ότι οι ερευνητές αξιολόγησαν διαφορετικά σενάρια μεταβάλλοντας τις προαναφερθείσες μεταβλητές ώστε να διαπιστώσουν τη θεωρητική αποτελεσματικότητα των μέτρων απομόνωσης κρουσμάτων και στενών επαφών τους. Στο σενάριο με 5 αρχικά κρούσματα, αριθμό Ro=1.5 και 0% μετάδοση πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων η επιδημία μπορούσε να ελεγχθεί ακόμα και με μικρό βαθμό ιχνηλασιμότητας των επαφών των κρουσμάτων. Ωστόσο, η πιθανότητα ελέγχου της επιδημίας μειωνόταν καθώς αυξανόταν ο αριθμός των αρχικών κρουσμάτων, ο αριθμός δευτερογενών λοιμώξεων (Ro) και το ποσοστό μετάδοσης πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων. Στα περισσότερα σενάρια με αριθμό Ro = 1.5, ο έλεγχος της επιδημίας ήταν εφικτός με ιχνηλάτηση ακόμα και λιγότερο από το 50% των επαφών.
Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε πάνω από 70% για τα σενάρια με αριθμό Ro=2.5 και πάνω από 90% για αριθμό Ro=3.5. Εάν στα τελευταία σενάρια αυξανόταν ο αριθμός των αρχικών κρουσμάτων σε 40 ή περισσότερο και το ποσοστό της μετάδοσης πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων, ο έλεγχος της επιδημίας ήταν ανέφικτος. Εννοείται ότι η καθυστέρηση από την έναρξη των συμπτωμάτων μέχρι την απομόνωση μειώνει επίσης την πιθανότητα ελέγχου της επιδημίας.
Σύμφωνα με τα έως σήμερα στοιχεία ο αριθμός των δευτερογενών λοιμώξεων (Ro) για τον Covid-19 είναι 2-3, ενώ το ποσοστό της μετάδοσης από τους ασυμπτωματικούς φορείς δεν έχει καθοριστεί, όπως εξήγησε ο κ. Δημόπουλος. Γι’ αυτό ακριβώς έχει μεγάλη σημασία η απομόνωση των πρώτων κρουσμάτων στη χώρα μας και η ενδελεχής ιχνηλάτηση των επαφών τους ώστε να διατηρήσουμε τον αριθμό των κρουσμάτων σε χαμηλά επίπεδα. Επιπλέον, τονίζουμε την ανάγκη τήρησης των οδηγιών του Υπουργείου Υγείας και την επικοινωνία με τον ΕΟΔΥ επί υποψίας συμπτωμάτων ώστε να μειωθεί ο χρόνος από τη συμπτωματολογία έως την απομόνωση.
Υπό προϋποθέσεις, λοιπόν, η απομόνωση των κρουσμάτων και των επαφών τους μπορεί να ελέγξει την επιδημία του νέου κορωνοϊού ή τουλάχιστον να αναχαιτίσει τη δυναμική μετάδοσης ώστε να κερδίσουμε πολύτιμο χρόνο εν αναμονή έγκρισης ειδικών θεραπειών και εμβολίων.