Στα τέλη Ιουλίου η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών έδωσε "πράσινο φως" για τη χορήγηση του εμβολίου κατά της COVID-19 σε παιδιά ηλικίας άνω των 12 ετών. Αν και αρκετοί γονείς επέτρεψαν στα παιδιά τους να εμβολιαστούν κατά της νόσου, μια σειράαπό ερωτήματα συνεχίζουν να προβληματίζουν πολλούς ακόμα, που διστάζουν να πάρουν την απόφαση. Στους έφηβους 16 και 17 ετών η πρόσβαση στα mRNA εμβόλια είχε δοθεί νωρίετα.
Καταρχήν, θα πρέπει να σημειωθεί πως η απάντηση στο βασικό ερώτημα, κατά πόσο τα εμβόλια mRNA είναι αποτελεσματικά σε αυτές τις ηλικίες, είναι “ναι”, όπως δείχνει και η σχετική κλινική μελέτη που διεξήγαγε η Pfizer και την οποία επικαλείται ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων στο σκεπτικό του για έγκριση της χορήγησης του εμβολίου σε αυτές τις ηλικίες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, η ανοσιακή απάντηση στο εμβόλιο στην ηλικιακή ομάδα 12 έως 15 ετών είναι ανάλογη με εκείνη που παρατηρήθηκε στις ηλικίες 16 έως 25 ετών. Αντίστοιχη μελέτη είχε γίνει και για ανήλικους άνω των 16 ετών. Άλλωστε, η αρχική έγκριση για το εμβόλων των BioNTech/Pfizer αφορούσε ηλικίες άνω των 16 ετών.
Αλλά δεν είναι αυτό το μόνο ερώτημα που απασχολεί τους γονείς σε όλο τον κόσμο, όπως σημειώνει και η καθηγήτρια κλινικής ανοσολογίας στο πανεπιστήμιο του Birmingham, Alex Richter.
Η κα Richter, με άρθρο της στο "The Conversation", στο οποίο εστιάζει τον εμβολιασμό εφήβων 16 - 18 ετών, τον οποίο ενέκρινε η βρετανική κυβέρνηση, επιχειρεί να απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις, αναφέροντας αρχικά πως αν και τα οφέλη του εμβολιασμού σε γενικές γραμμές μειώνονται όσο μικρότερη είναι η ηλικία του εμβολιασμένου και φυσικά όλα τα εμβόλια μπορεί να συνοδεύονται από παρενέργειες, βέβαια στατιστικά περιορισμένες, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η ευρύτερη σημασία του εμβολιασμού νέων ανθρώπων για την κοινωνία.
Μπορεί σε γενικές γραμμές η COVID-19 προκαλεί ελαφριά ή καθόλου συμπτώματα σε νέους ανθρώπους, αλλά ο εμβολιασμός μειώνει σημαντικά την σοβαρότητα της νόσου, τις νοσηλείες αλλά και τους θανάτους και στους νέους.
Υπάρχουν, όμως, κι άλλα οφέλη για τα παιδιά, όπως σημειώνει και η καθηγήτρια. Σε ένα πολύ μικρό αριθμό παιδιών η COVID-19 προκαλεί ένα πολύ σοβαρό σύνδρομο, γνωστός πολυσυστημικό φλεγμονώδες σύνδρομο, όπου φλεγμονές εμφανίζονται σε όλο το σώμα. Αν και εντοπίζεται κυρίως σε μικρότερα παιδιά, υπάρχουν περιπτώσεις καταγεγραμμένες σε εφήβους και νέους ενήλικες. Η μείωση του κινδύνου λοίμωξης μέσω του εμβολιασμού μπορεί να το αποτρέψει.
Ακόμη, μελέτες δείχνουν ότι σε περίπου 2% των παιδιών που θα κολλήσουν τον ιό θα υπάρξουν συμπτώματα που θα διαρκέσουν πάνω από οκτώ εβδομάδες. Πρόκειται για την κατάσταση γνωστή και ως Long Covid, για την οποία δεν υπάρχουν προς το παρόν θεραπευτικές επιλογές, δεν γνωρίζουμε πόσο διαρκεί, ενώ δεν αφορά μόνο ανθρώπους που νόσησαν σοβαρά. Οπότε μειώνοντας την πιθανότητα ακόμη και ελαφρότερης νόσησης από COVID-19 μέσω του εμβολιασμού μειώνεται και η εμφάνιση τέτοιων περιστατικών.
Διαβάστε επίσης: "Long Covid στα παιδιά: Τα συμπτώματα που τους προκαλεί το μεταλοιμώδες σύνδρομο"
Παράλληλα, η ανοσιακή απόκριση μετά τον εμβολιασμό είναι σημαντικά υψηλότερη από εκείνη που ακολουθεί την νόσηση. Οπότε, αν και μέρος των ανήλικων θα έχει ήδη εκτεθεί στην νόσο και θα έχει κάποια ανοσία, ο εμβολιασμός παραμένει η καλύτερη προστασία. Φυσικά, τα οφέληπρέπει να εξετάζονται σε αντιδιαστολή με τις παρενέργειες, όπως μυικός πόνος, σοβαρή αλλεργική αντίδραση αλλά και μυοκαρδίτιδα ή περικαρδίτιδα, οι οποίες όμως είναι ιδιαιτέρως σπάνιες, όπως εξηγεί και η κα Richter.
Παράλληλα, υπάρχουν και ευρύτερα οφέλη. Η ακαδημαϊκή και κοινωνική ανάπτυξη των νέων ανθρώπων έχει διαταραχθεί σημαντικά, οπότε ο περιορισμός της διασποράς του ιού ανάμεσα τους θα σημαίνει ότι λιγότερα παιδιά θα πρέπει να απομονώνονται και να χάνουν το σχολείο. Επίσης θα μειωθούν οι πιθανότητες εμφάνισης εστιών της COVID-19όταν θα ξανανοίξουν τα σχολεία μετά τις διακοπές.
Όπως τονίζει η Καθηγήτρια, μικρότερος αριθμός λοιμώξεων μεταξύ παιδιών σημαίνει επίσης και μειωμένος αριθμός γονέων ή φροντιστών που θα πρέπει να πάρουν άδεια από τη δουλειά τους. Άλλωστε, αρκετοί άνθρωποι έχουν έναν κοντινό συγγενή ή επαφή που ανήκει σε ευπαθή ομάδα. Είναι πιθανό αυτοί οι άνθρωποι να μην έχουν επαρκή ανοσιακήαπόκριση από το εμβόλιο, οπότε να συνεχίζουν να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί. Αν η οικογένεια και οι φίλοι τους είναι εμβολιασμένοι τότε μειώνονται πιθανότητες να κολλήσουν τον ιό.
«Η πρακτική του εμβολιασμού νέων ανθρώπων για την πρόληψη λοιμώξεων δεν είναι κάτι καινούργιο. Η χορήγηση του εμβολίου για την πνευμονία σε βρέφη με στόχο την πρόληψη σοβαρής λοίμωξης στα πρώτα χρόνια της ζωής τους τους έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στην πρόληψη πνευμονίας της κοινότητας σε μεγαλύτερα άτομα», αναφέρει η κα Richter.
Επιπλέον, είναι κοινή γνώση ότι μεταλλάξεις προκύπτουν όταν ο κορονοϊός μολύνει άτομα και αναπαράγεται. Όσο περισσότερες μεταλλάξεις προκύπτουν τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να προκύψουν στελέχη του ιού για τα οποία τα εμβόλια δεν θα είναι αποτελεσματικά. «Οτιδήποτε μειώνει τα κρούσματα μειώνει και τον κίνδυνο», σημειώνει η καθηγήτρια.
Βέβαια, παραμένει η επιτακτική ανάγκη τα εμβόλια να φτάσουν σε όσο περισσότερους ανθρώπους γίνεται σε όλο τον πλανήτη, καθώς πολλά ευάλωτα άτομα παραμένουν απροστάτευτα. Γι’ αυτό ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κάλεσε τα πλουσιότερα κράτη να μην προχωρήσουν σε αναμνηστικές δώσεις έως ότου μία δικαιότερη διανομή των εμβολίων υλοποιηθεί σε όλο τον πλανήτη. Αντίστοιχο αίτημα έχει γίνει και για τον εμβολιασμό ανηλίκων.