Οι ερευνητές μελέτησαν δείκτες ενδοθηλιακής βλάβης και ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων, όπως το αντιγόνο von Willebrand Factor (VWF), τη θρομβομοντουλίνη, την P-σελεκτίνη και τον συνδέτη του CD40, καθώς και παράγοντες πήξης, ενδογενή αντιπηκτικά και ινωδολυτικά ένζυμα.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος, Καθηγητής Θεραπευτικής και Πρύτανης ΕΚΠΑ, συνοψίζουν τα ευρήματα αυτής της μελέτης.
Τα ευρήματα της μελέτης
Τα επίπεδα αυτών των παραγόντων συγκρίθηκαν μεταξύ 48 ασθενών με COVID-19 που νοσηλεύονταν σε μονάδα εντατικής θεραπείας, 20 νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19 εκτός μονάδος εντατικής θεραπείας και 13 μη νοσηλευόμενων, ασυμπτωματικών υγιών (ομάδα ελέγχου).
Οι δείκτες ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας και ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων, και ιδιαίτερα ο παράγοντας VWF και τα επίπεδα της P-σελεκτίνης, ήταν σημαντικά αυξημένοι στους ασθενείς που νοσηλεύονταν σε μονάδες εντατικής θεραπείας συγκριτικά με τους υπόλοιπους νοσηλευόμενους.
Επιπλέον, αυξημένα επίπεδα VWF εμφάνισε το 80% των νοσηλευόμενων ασθενών εκτός μονάδας εντατικής θεραπείας. Ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί επίσης η σημαντική συσχέτιση μεταξύ του αυξημένου κινδύνου θανάτου και των αυξημένων επιπέδων VWF και θρομβομοντουλίνης στο σύνολο των ασθενών με COVID-19.
Επίπεδα θρομβομοντουλίνης άνω του 3.26ng/ml συσχετίστηκαν με μικρότερη πιθανότητα εξιτηρίου και επιβίωσης.
Συμπερασματικά, η ενδοθηλιοπάθεια αποτελεί σημαντικό εύρημα στους ασθενείς με COVID-19 και σχετίζεται με σοβαρή νόσο και αυξημένη θνητότητα. Η πρώιμη αναγνώριση των βλαβών στο ενδοθήλιο και η προσπάθεια αναστροφής τους μπορεί δυνητικά να βελτιώσει τα αποτελέσματα των νοσηλευόμενων ασθενών με λοίμωξη COVID-19.