Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Δρ. Δημήτρης Γρηγοράκης, Κλινικός Διαιτολόγος – Διατροφολόγος BSc, MSc, PhD, το πεπτίδιο GLP-1, ανήκει σε μία ευρύτερη κατηγορία ορμονών, τις ινκρετίνες, οι οποίες εκκρίνονται από το λεπτό έντερο στην κυκλοφορία του αίματος λίγα λεπτά μετά από την κατανάλωση τροφής.
Το προσομοιάζον πεπτίδιο της γλυκαγόνης (Glucagon-like peptide-1, GLP-1), επικοινωνεί με τα β-κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη, πυροδοτώντας την έκκρισή της, με τελικό στόχο να απορροφηθούν τα σάκχαρα της τροφής εντός των κυττάρων και να μην παραμείνουν αυξημένα στο αίμα, δημιουργώντας υπεργλυκαιμία.
Ταυτόχρονα, διεγείρεται το σήμα κορεσμού σε υποδοχείς του εγκεφάλου με αποτέλεσμα να περιορίζεται η όρεξη.
Η σεμαγλουτίδη μιμείται τη δράση του GLP-1, καθώς συνδέεται σε υποδοχείς GLP-1. Εξαιτίας αυτού, τα φάρμακα αυτά χαρακτηρίζονται και ως αγωνιστές υποδοχέα GLP-1 (GLP-1 RA).
Με δεδομένο τον τρόπο και τόπο δράσης της σεμαγλουτίδης που εντοπίζονται στην περιοχή του λεπτού εντέρου, όπως είναι φυσικό οι κύριες ανεπιθύμητες ενέργειες σε κλινικές δοκιμές της σεμαγλουτίδης είναι διαταραχές του γαστρεντερικού, συμπεριλαμβανομένης της ναυτίας (πολύ συχνή), διάρροιας (πολύ συχνή) ή/και δυσκοιλιότητας (συχνή), όπως και εμέτου.
Τα παραπάνω συμπτώματα μπορεί βραχυπρόθεσμα να συνδέονται απλώς με μία περιορισμένη ποιότητα ζωής των ληπτών, ωστόσο ενδεχομένως να δημιουργούν μεσομακροπρόθεσμες σοβαρότερες επιπλοκές, και οι οποίες δεν έχουν εντοπιστεί ή δεν μπορούν να αξιολογηθούν έγκαιρα από την κλινική έρευνα.
Αυτές αφορούν τη στενή διασύνδεση της λειτουργίας του γαστρεντρικού συστήματος με το ανοσοποιητικό.
Είναι γνωστό ότι το σύνδρομο της εντερικής δυσβίωσης που μπορεί να επάγεται μέσω της χρήσης της σεμαγλουτίδης, γίνεται αιτία πρόκλησης αλλεργικών αντιδράσεων και φλεγμονωδών φαινομένων.
Επομένως, η ενδεχόμενη προοπτική υποβάθμιση των λειτουργιών του ανοσοποιητικού, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα και θα πρέπει να διερευνηθεί ενδελεχώς από την επιστημονική κοινότητα.
Επίσης, οι επιδράσεις των αγωνιστών του υποδοχέα GLP-1 στο γαστρεντερικό μπορούν να συσχετιστούν με ανεπιθύμητες ενέργειες σε ασθενείς με επηρεασμένη νεφρική λειτουργία καθώς η ναυτία, ο έμετος και η διάρροια μπορεί να προκαλέσουν αφυδάτωση, η οποία θα μπορούσε να επιδεινώσει τη νεφρική λειτουργία.
Τέλος, ένα άλλο ζήτημα αφορά τη δράση της σεμαγλουτίδης στα κέντρα όρεξης του εγκεφάλου, προκαλώντας αίσθημα κορεσμού. Επομένως, η δευτερογενής επίδραση στα επίπεδα και στον τρόπο λειτουργίας των νευροδιαβιβαστών είναι κάτι το οποίο επιπλέον θα πρέπει να εξεταστεί.
Όσο για τη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα της αγωγής, αποτελεί από μόνη της ένα εντελώς αμφισβητούμενο πεδίο. Μελέτες παρακολούθησης 232 εθελοντών μετά από την αρχική κλινική έρευνα, υπαινίσσονται σχεδόν συνολική ανάκτηση του απολεσθέντος βάρους μέσα σε ένα χρόνο από τη διακοπή του φαρμάκου.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, η Ελληνική Διατροφολογική Εταιρεία συνιστά την αυξημένη προσοχή των ενδιαφερομένων και επισημαίνει ότι διαχρονικά ο πιο αποτελεσματικός και ασφαλής τρόπος για τη ρύθμιση του σωματικού βάρους είναι η τροποποίηση του τρόπου ζωής, η υιοθέτηση υγιεινών και ισορροπημένων διατροφικών επιλογών και η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας.
Σε κάθε περίπτωση, οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι θα πρέπει να αναζητούν υπεύθυνη διατροφολογική καθοδήγηση.