Η αυξημένη πιθανότητα να παρουσιάσουν επιπλοκές από το αναπνευστικό σύστημα οι ασθενείς με καρκίνο, και κυρίως όσοι λαμβάνουν χημειοθεραπεία ή/και έχουν υποβληθεί σε χειρουργείο εντός ενός μήνα από τη λοίμωξη COVID-19, οδήγησε το Υπουργείο Υγεία της Γαλλίας να εκδόσει κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαχείριση ασθενών με καρκίνο που προσβάλλονται από το νέο κορονοϊό.
Έκθεση της Κοινής Δράσης του ΠΟΥ για την Κίνα δείχνει ότι στην Κίνα το ποσοστό θνητότητας για τους ασθενείς με καρκίνο ως συνυπάρχουσα κατάσταση και εργαστηριακά επιβεβαιωμένη μόλυνση ήταν 7,6%.
Αυτό είναι συγκρινόμενο με:
- συνολικά 3,8%,
- μη συνυπάρχουσα κατάσταση 1,4%,
- καρδιαγγειακή νόσος 13,2%,
- διαβήτης 9,2%,
- υπέρταση 8,4%,
- χρόνια αναπνευστική ασθένεια 8,0%.
Επίσης, σύμφωνα με την ASCO, σύμφωνα με την πιο λεπτομερή διαθέσιμη έκθεση που παρέχει δεδομένα σχετικά με την πορεία της ασθένειας COVID-19 σε ασθενείς με καρκίνο συγκριτικά με άτομα χωρίς καρκίνο (Liang et al, Lancet Oncol), οι ασθενείς με ιστορικό καρκίνου είχαν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης σοβαρών επεισοδίων σε σύγκριση με άλλους ασθενείς. Αξίζει να αναφέρουμε, όμως, πως επιστήμονες από την Κίνα εκτιμούν ότι αυτοί οι 18 ασθενείς αντιπροσωπεύουν μια ετερογενή ομάδα και δεν αποτελούν ιδανική αντιπροσώπευση ολόκληρου του πληθυσμού ασθενών με καρκίνο.
Μέτρα πρόληψης στα ογκολογικά τμήματα.
Η βασική αρχή είναι οι ασθενείς με καρκίνο και τα ογκολογικά ή ακτινοθεραπευτικά τμήματα να αποφεύγουν - όσο το δυνατόν περισσότερο - οποιαδήποτε επαφή με άτομα με κορονοϊό. Τα τμήματα ογκολογίας και ακτινοθεραπείας θα πρέπει να παραμείνουν ιδανικά χωρίς κρούσματα COVID-19. Εάν, παρά την αρχή αυτή, οι ασθενείς αυτοί είχαν εισαχθεί στο νοσοκομείο, θα πρέπει να απομονώνονται από άλλους ασθενείς με καρκίνο και να απευθύνονται σε τμήματα εξειδικευμένα στον αγώνα κατά του COVID-19 το συντομότερο δυνατό.
Δεδομένης της ευαισθησίας των ασθενών σε επιπλοκές από τη λοίμωξη από SARS-CoV-2, η παρουσία τους στα νοσοκομεία πρέπει να ελαχιστοποιηθεί. Θα πρέπει να προωθούνται τα μέτρα που επιτρέπουν τη διαχείριση των ασθενών με καρκίνο στο σπίτι.
Κατ' οίκον παραμονή
Η διαχείριση ογκολογικών ασθενών κατ' οίκον περιλαμβάνει την τηλεϊατρική και τις τηλεφωνικές κλήσεις για την αντικατάσταση των επισκέψεων στο πλαίσιο απλής παρακολούθησης, καθώς και την αντικατάσταση ενδοφλέβιων φαρμάκων με φάρμακα από το στόμα (π.χ. χημειοθεραπεία και ορμονικές θεραπείες), όπου είναι δυνατόν.
Η προσαρμογή των δοσολογικών σχημάτων των θεραπειών χημειοθεραπείας ή ακτινοθεραπείας μπορεί να θεωρηθεί ότι μειώνει τη συχνότητα των εισαγωγών στο νοσοκομείο (π.χ. κάθε 2 ή 3 εβδομάδες, αντί εβδομαδιαίας χορήγησης). Επιπλέον, μερικοί ασθενείς με αργά εξελισσόμενο μεταστατικό καρκίνο θα μπορούσαν να λάβουν προσωρινά διαλείμματα στη θεραπεία τους (“drug holidays”) κατά την κρίση του θεράποντος ογκολόγου, με την επαναξιολόγηση της νόσου να πραγματοποιείται κάθε 2-3 μήνες και όχι νωρίτερα, για να αποφευχθεί η εισαγωγή σε νοσοκομείο. Παρά τα μέτρα αυτά, ορισμένοι ασθενείς με καρκίνο θα πρέπει να μεταβούν στο νοσοκομείο για συστηματική θεραπεία ή ακτινοθεραπεία.
Οι ασθενείς με καρκίνο που εμφανίζουν συμπτώματα του COVID-19 θα πρέπει να απευθύνονται σε τμήματα που ειδικεύονται στην καταπολέμηση του νέου κορονοϊού. Για την προστασία των ασθενών με καρκίνο, τα κέντρα χημειοθεραπείας ημερήσιας νοσηλείας θα πρέπει να υιοθετήσουν μέτρα κοινωνικής απομόνωσης (π.χ. απόσταση μεταξύ καθισμάτων, προστατευτική μάσκα από ασθενείς και προσωπικό).
Καρκινοπαθείς που δεν έχουν προσβληθεί ή έχουν αναρρώσει από τον κορονοϊό
Οι ασθενείς με καρκίνο που δεν έχουν COVID-19, ή που έχουν αναρρώσει, μπορούν να συνεχίσουν τη θεραπεία, με τις προαναφερθείσες προσαρμογές για να περιορίσουν την παρουσία τους στο νοσοκομείο. Εάν η δυνατότητα πρόσβασης μειωθεί εξαιτίας της διάθεσης εγκαταστάσεων για τη διαχείριση ασθενών με COVID-19 ή αν η πιθανότητα μόλυνσης από τον κορωνοϊό και των επικίνδυνων για τη ζωή επιπλοκών θεωρήθηκε υπερβολικά υψηλή, μπορεί να απαιτείται μια επιλογή ασθενών που θα λάβουν θεραπεία.
Όπως σημειώνει και ο Πρύτανης του ΕΚΠΑ Αθ. Δημόπουλος, η οδηγίες προβλέπουν πως η λήψη απόφασης για τους ασθενείς που θα επιλεχθούν θα πρέπει να στηρίζεται σε κριτήρια όπως το σκοπό της θεραπείας (ίαση ή έλεγχος νόσου), την ηλικία των ασθενών, το προσδόκιμο ζωής, το χρόνο από τη διάγνωση (π.χ. πρόσφατη διάγνωση ή βαριά προθεραπευμένος ασθενής) και ττα συμπτώματα.
Προτείνεται η ακόλουθη σειρά προτεραιότητας (αλλά παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του κλινικού ιατρού και της θεραπευτικής ομάδας του ασθενούς):
- Ασθενείς με καρκίνο που αντιμετωπίζονται με θεραπείες με σκοπό την ίαση (ευνοώντας τους ασθενείς ηλικίας ≤60 ετών ή προσδόκιμο ζωής ≥5 ετών ή και τα δύο),
- Ασθενείς με καρκίνο που αντιμετωπίζονται με θεραπείες για τον έλεγχο της νόσου και είναι ηλικίας 60 ετών ή νεότεροι ή με προσδόκιμο ζωής 5 ετών και άνω, ή και τα δύο, και βρίσκονται στην πρώτη γραμμή θεραπείας και
- Άλλοι ασθενείς με καρκίνους που αντιμετωπίζονται με σκοπό τον έλεγχο της νόσου και όχι την ίαση, ευνοώντας εκείνους των οποίων οι καρκινικές βλάβες επεκτείνονται γρήγορα ή των οποίων τα συμπτώματα μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους γρήγορα στην περίπτωση διακοπής της θεραπείας.
Οι ασθενείς με καρκίνο που πρέπει να νοσηλευτούν για υποστηρικτική περίθαλψη (π.χ. αντιμετώπιση του πόνου, βακτηριακή λοίμωξη ή παρηγορητική φροντίδα πριν από το θάνατο) μπορούν να νοσηλεύονται σε μη εξειδικευμένα ογκολογικά κέντρα ή να αντιμετωπίζονται κατ’οίκον.
H Αμερικανική Επιστημονική Εταιρεία Κλινικής Ογκολογίας (ASCO), συμβουλεύει τους ογκολογικούς ασθενείς:
- Να ενημερώνονται σχετικά με τα συμπτώματα του COVID-19 και να εκπαιδεύονται στην κατάλληλη υγιεινή, το ενδελεχές πλύσιμο των χεριών, την ελαχιστοποίηση των επαφών με άλλους ασθενείς και με κάθε άλλο άτομο.
- Ογκολογικοί ασθενείς με πυρετό πρέπει να ενημερώνουν τους γιατρούς τους για να γίνεται κλινική αξιολόγηση.
- Για τις χειρουργικές επεμβάσεις στους ογκολογικούς ασθενείς: το CDC προτείνει οι μη επείγουσες χειρουργικές επεμβάσεις να επαναπρογραμματιστούν, αν είναι δυνατό. Ωστόσο, οι κλινικοί ιατροί και οι ασθενείς θα πρέπει να κάνουν εξατομικευμένους προσδιορισμούς με βάση τις πιθανές επιπτώσεις της καθυστέρησης της χειρουργικής επέμβασης που σχετίζεται με τον καρκίνο. Σε ορισμένες καταστάσεις (π.χ. πρώιμο στάδιο καρκίνου του μαστού), όπου η χημειοθεραπεία χωρίς χειρουργείο είναι διαθέσιμη αλλά δεν εξετάζεται συστηματικά, μπορεί να είναι λογικό να εξεταστεί πλέον αυτή η προσέγγιση.
- Για τις ακτινοβολίες στους ογκολογικούς ασθενείς: Η ASCO αναγνωρίζει τους κινδύνους καθυστέρησης της ακτινοθεραπείας για ασθενείς με ταχέως εξελισσόμενο, ενδεχομένως ιάσιμο όγκο που μπορεί να αντισταθμίσει τους κινδύνους έκθεσης / μόλυνσης με COVID-19. Από την άλλη, ασθενείς που λαμβάνουν ακτινοβολία για απλό έλεγχο συμπτωμάτων ή με χαμηλό κίνδυνο βλάβης λόγω αλλαγής του προγράμματος ακτινοβολίας, μπορούν να καθυστερήσουν με ασφάλεια τις επισκέψεις στα ακτινοθεραπευτικά τμήματα.
- Για τις ανοσοκατασταλτικές θεραπείες: Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν άμεσα στοιχεία που να υποστηρίζουν την αλλαγή ή την καθυστέρηση της χημειοθεραπείας ή της ανοσοθεραπείας σε ασθενείς με καρκίνο. Η ισορροπία των δυνητικών βλαβών που μπορεί να προκύψει από την καθυστέρηση ή τη διακοπή της θεραπείας σε σχέση με τα πιθανά οφέλη της ενδεχόμενης πρόληψης ή καθυστέρησης της μόλυνσης με COVID-19 είναι πολύ αβέβαιη. Οι κλινικές αποφάσεις θα πρέπει να εξατομικεύονται, ώστε να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως ο κίνδυνος επανεμφάνισης του καρκίνου, εάν η θεραπεία καθυστερήσει, τροποποιηθεί ή διακοπεί, ο αριθμός των κύκλων θεραπείας που έχουν ήδη ολοκληρωθεί και την ανοχή του ασθενούς στη θεραπεία.
Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα σημεία πρακτικής:
- Για ασθενείς σε βαθιά ύφεση που λαμβάνουν θεραπεία συντήρησης, η διακοπή της χημειοθεραπείας μπορεί να είναι μια επιλογή.
- Μερικοί ασθενείς μπορεί να είναι σε θέση να αλλάξουν τη χημειοθεραπεία από ενδοφλέβια σε θεραπεία από το στόμα, γεγονός που θα μείωνε τη συχνότητα των επισκέψεων στην κλινική, αλλά θα απαιτούσε μεγαλύτερη επαγρύπνηση για να βεβαιωθεί ότι οι ασθενείς παίρνουν σωστά το φάρμακο.
- Οι αποφάσεις για τροποποίηση ή καθυστέρηση της χημειοθεραπείας πρέπει να περιλαμβάνουν την αξιολόγηση της ένδειξης για χημειοθεραπεία.
- Οι προφυλακτικοί αυξητικοί παράγοντες που θα χρησιμοποιηθούν σε σχήματα χημειοθεραπείας υψηλού κινδύνου, καθώς και τα προφυλακτικά αντιβιοτικά μπορεί να έχουν πιθανή αξία για τη διατήρηση της συνολικής υγείας του ασθενούς και την καθιστούν λιγότερο ευάλωτη σε πιθανές επιπλοκές του COVID-19.
- Η μεταμόσχευση αλλογενών βλαστικών κυττάρων μπορεί να καθυστερήσει, ιδιαίτερα εάν η κακοήθεια του ασθενούς ελέγχεται με συμβατική θεραπεία.
- Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν στοιχεία ή δημοσιευμένες οδηγίες σχετικά με τη χρήση προληπτικής αντιιικής θεραπείας για το COVID-19 σε ανοσοκατασταλμένους ασθενείς. Αυτός είναι ένας ενεργός τομέας έρευνας και τα στοιχεία μπορεί να είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή. Η προφυλακτική αντιιική θεραπεία που απευθύνεται σε άλλες ιογενείς λοιμώξεις πρέπει να συνεχιστεί σύμφωνα με τις τυποποιημένες κλινικές οδηγίες και πρακτικές. Το Tamiflu δεν είναι γνωστό ότι είναι αποτελεσματικό στη θεραπεία του COVID-19. Η ASCO γνωρίζει ότι κλινικές δοκιμές βρίσκονται σε εξέλιξη ή έχουν δημοσιευθεί πρώιμα αποτελέσματα σχετικά με τη χρήση πιθανών αντιιικών φαρμάκων (π.χ. χλωροκίνη, remdesivir, lopinavir). Ωστόσο, μέχρι στιγμής καμία από αυτές τις μελέτες δεν αφορούσε αποκλειστικά ασθενείς με καρκίνο, ούτε αφορούσαν τη χρήση φαρμάκων ως προφύλαξη.
- Σύμφωνα με το ASCO, για να διαφυλαχθούν πόροι του συστήματος υγείας και να μειωθεί η επαφή του ασθενούς με τις δομές υγειονομικής περίθαλψης, συνιστάται να αναβληθούν προς το παρόν οι διαδικασίες που απαιτούν κλινικές επισκέψεις, όπως μαστογραφία και κολονοσκόπηση.