Πόσοι έχετε δυσανασχετήσει, στην καθημερινότητα σας, από το άκουσμα ενός ήχου;
Ορισμένοι ήχοι όχι μόνο δεν είναι αρεστοί για κάποιους αλλά πολλές φορές τείνουν και να ξεπερνούν τα όρια και να φτάνουν να γίνονται τρομερά ενοχλητικοί. Το γεγονός αυτό «πυροδοτεί» πολλές φορές και ακραίες αντιδράσεις οι οποίες οδηγούν σε μια όχι και τόσο διαδεδομένη διαταραχή, την λεγόμενη μισοφωνία.
Τι είναι η μισοφωνία - Αιτίες εμφάνισης
Η μισοφωνία γνωστή και ως «επιλεκτική ευαισθησία στους ήχους» σύμφωνα με την Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας, του Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συγγραφέας της μελέτης, είναι μια νευρολογική διαταραχή στην οποία συγκεκριμένοι ήχοι μπορεί να προκαλέσουν έντονες συναισθηματικές ή και σωματικές αντιδράσεις (αυξημένο καρδιακό ρυθμό και απότομη αύξηση της αρτηριακής πίεσης).
Η μισοφωνία εμφανίζεται συχνά στους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν πιο συχνά κρίσεις άγχους και άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας. Πολλοί άνθρωποι σκέφτονται ότι κάτι δεν πάει καλά μέχρι να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα της μισοφωνίας.
Η διαταραχή αυτή δημιουργεί μια νευρολογική σύγχυση στην οποία συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου ανταποκρίνονται σε ένα ερέθισμα με ένα τρόπο που περιλαμβάνει μια βαθιά αρνητική συναισθηματική αντίδραση. Κάποιοι τυπικοί ήχοι που μπορεί να πυροδοτήσουν τις ψυχικές ή τις σωματικές αντιδράσεις των ατόμων μπορεί να είναι οι εξής:
-
Ήχοι από τις συσκευασίες των τροφίμων (οι σακούλες από τα πατατάκια)
-
Το έντονο μάσημα της τροφής ή κατάποση ποτού
-
Ρέψιμο, ρουθούνισμα
-
Ήχοι του περιβάλλοντος (βρύση που στάζει, θόρυβος από τις οικιακές συσκευές)
-
Το χτύπημα των κλειδιών
-
Επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές (σφύριγμα)
-
Το βούρτσισμα των δοντιών
- Η αναπνοή, το ροχαλητό
-
Το ρούφηγμα της μύτης
-
Το γέλιο, το σφύριγμα, ο βήχας
Η μισοφωνία, σύμφωνα με πρόσφατη επιστημονική μελέτη, υπολογίζεται πως έχουν ένας στους πέντε ενήλικες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει κατά τους ερευνητές ότι η πάθηση αυτή είναι πιο συχνή από ό,τι πολλοί πιστεύουν.
Τι έδειξε η έρευνα
Για τη διεξαγωγή της μελέτης, συμμετείχαν 772 άτομα, τα οποία επιλέχθηκαν για να δημιουργήσουν ένα δείγμα που αντιπροσώπευε τον πληθυσμό του Ηνωμένου Βασιλείου ως προς την ηλικία, το φύλο και την εθνικότητα. Η έρευνα περιελάμβανε ένα νέο ερωτηματολόγιο που ονομάζεται S-Five, ένα εργαλείο που βοηθά τη μέτρηση ενός ατόμου που έχει μισοφωνία.
Το S-Five περιλαμβάνει 25 δηλώσεις, που ρωτούν πώς αντιδρούν οι συμμετέχοντες σε διάφορους ήχους και την επίδραση που έχει σε αυτούς. Για παράδειγμα, η έρευνα περιελάμβανε δηλώσεις όπως: «Εάν δεν μπορώ να αποφύγω ορισμένους ήχους, νιώθω ανήμπορος» και «Οι ευκαιρίες εργασίας μου είναι περιορισμένες λόγω της αντίδρασής μου σε συγκεκριμένους θορύβους».
Ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να βαθμολογήσουν πόσο αληθινή ήταν για αυτούς κάθε δήλωση σε μια κλίμακα από το μηδέν έως το δέκα (το δέκα ήταν πολύ αληθινό). Η έρευνα περιείχε επίσης μια λίστα με 37 κοινούς ήχους και οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να επιλέξουν την τυπική συναισθηματική τους αντίδραση σε αυτούς τους ήχους (συμπεριλαμβανομένης της επιλογής «χωρίς αίσθηση»).
Στη συνέχεια τους ζητήθηκε να βαθμολογήσουν την ένταση της αντίδρασής τους σε κάθε ήχο σε μια κλίμακα από το μηδέν έως το δέκα. Η ερευνητές ρώτησαν επίσης τους συμμετέχοντες εάν αυτή τη στιγμή βίωναν συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους.
Εκτός από την έρευνα, οι ψυχολόγοι πήραν συνέντευξη από 29 άτομα από το δείγμα της έρευνας, και άλλα 26 άτομα που αυτοπροσδιορίστηκαν με μισοφωνία.
Στο τέλος των συνεντεύξεων, οι ψυχολόγοι βαθμολόγησαν τα άτομο με μισοφωνία με βάση τη φύση των αντιδράσεών τους και το πόσο απέφευγαν πράγματα ή χρειαζόταν στρατηγικές για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν ορισμένους ήχους.
Οι πληροφορίες από αυτές τις συνεντεύξεις χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια για την εύρεση μιας αποκοπής βαθμολογίας για τη μισοφωνία στην έρευνα S-Five, η οποία με τη σειρά της χρησιμοποιήθηκε για να βρεθεί ο επιπολασμός της μισοφωνίας.
Από την έρευνα, η δρ κατάφεραν να υπολογίσουν ότι περίπου το 18% των συμμετεχόντων στο δείγμα ήταν πιθανό να έχουν μισοφωνία. Δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών ως προς τον επιπολασμό και τη σοβαρότητα της μισοφωνίας. Η ηλικία είχε κάποια σχέση με την πιθανότητα ενός ατόμου να βιώσει μισοφωνία.
Επίσης, οι ερευνητές βρήκαν ότι λίγο λιγότερο από το 14% των συμμετεχόντων ήταν εξοικειωμένοι με τον όρο μισοφωνία, που σημαίνει ότι είναι πιθανό να υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν έντονες αντιδράσεις σε ήχους αλλά δεν γνωρίζουν ακόμη τον όρο για να περιγράψουν αυτό το πρόβλημα.
Αυτά τα αποτελέσματα είναι παρόμοια με αυτά που έχουν βρει άλλες μελέτες. Μια μελέτη στις ΗΠΑ έδειξε ότι το 17,3% ενός δείγματος γενικού πληθυσμού είχε μισοφωνία . Διαπίστωσαν επίσης ότι όσοι είχαν μισοφωνία ήταν ελαφρώς νεότεροι από εκείνους που δεν είχαν.
Ο επιπολασμός της μισοφωνίας ήταν υψηλότερος στις γυναίκες από τους άνδρες, σε αντίθεση με τη παρούασα μελέτη που δεν βρήκε κάποια ιδιαίετερη διαφορά. Μια άλλη μελέτη των ΗΠΑ διαπίστωσε ότι μόνο το 11% περίπου των συμμετεχόντων ήταν εξοικειωμένοι με τον όρο μισοφωνία.
Πηγή: the conversation