Περίπου 1 στους 10 νοσηλευόμενους ασθενείς (~9%) στην Ελλάδα προσβάλλεται από νοσοκομειακές λοιμώξεις σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου & Πρόληψης Λοιμώξεων (ECDC), αναδεικνύοντας τη σημασία της πρόληψης τους. Το ποσοστό αυτό μας ατατάσσει μεταξύ των χωρών της Ευρώπης με τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης των λοιμώξεων αυτών, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος δεν ξεπερνά το 6%. Μάλιστα το ποσοστό εμφάνισης των νοσοκομειακών λοιμώξεων είναι δραματικά υψηλότερο στις μονάδες εντατικής θεραπείας, όπου αγγίζει το 30%! Οι αιτίες αυτού του φαινόμενου φαίνεται πως είναι πολλαπλές, όπως καταδεικνύει διεθνής μελέτη που διερεύνησε τις απόψεις των επαγγελματιών υγείας.
Οι επιπτώσεις των νοσοκομειακών λοιμώξεων τόσο στους ασθενείς όσο και στο σύστημα υγείας είναι σημαντικές, καθώς παρατείνουν την παραμονή των ασθενών στο νοσοκομείο, ενώ αυξάνουν εντυπωσιακά το κόστος νοσηλείας αλλά και τα ποσοστά θνητότητας. Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, περισσότερες από το 50% των εν λόγω λοιμώξεων μπορούν να αποφευχθούν με την εφαρμογή απλών και χαμηλού κόστους παρεμβάσεων, που αποσκοπούν στην αύξηση της συμμόρφωσης του ιατρό-νοσηλευτικού προσωπικού με πρακτικές πρόληψης.
Για να βελτιστοποιηθεί η εφαρμογή των παρεμβάσεων πρόληψης, είναι απαραίτητη η κατανόηση των αντιλήψεων των επαγγελματιών υγείας σχετικά με τα εμπόδια στην πρόληψη των νοσοκομειακών λοιμώξεων. Προς την κατεύθυνση αυτή, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια σε συνεργασία με ομάδα επιστημόνων από το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας & Έκβασης Νοσημάτων (CLEO) πραγματοποίησαν πρόσφατα μία ποιοτική μελέτη σε τρία παιδιατρικά νοσοκομεία στην Αθήνα. Στη μελέτη συμμετείχαν 37 επαγγελματίες υγείας (γιατροί και νοσηλευτές που εργάζονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας νεογνών και παίδων καθώς και στις αρμόδιες επιτροπές), με σκοπό να μελετηθούν οι αντιλήψεις αυτών, σχετικά με τα εμπόδια για την πρόληψη των νοσοκομειακών λοιμώξεων. Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Journal of Hospital Infection».
Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων στη μελέτη φαίνεται πως θεωρεί ότι οι λοιμώξεις αυτές αντανακλούν την ποιότητα της φροντίδας που λαμβάνουν οι ασθενείς. Σε ό,τι αφορά τα εμπόδια στην πρόληψη των νοσοκομειακών λοιμώξεων, φαίνεται ότι αυτά κατατάσσονται σε τέσσερις θεματικές ομάδες: έλλειψη πόρων, γνώσεων, κατάλληλης κουλτούρας και βούλησης.
Πιο συγκεκριμένα, οι ερωτηθέντες εκτίμησαν ότι οι ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό αποτελούν έναν μείζονα λόγο μετάδοσης των νοσοκομειακών λοιμώξεων, εξαιτίας του αυξημένου φόρτου εργασίας, που οδηγεί σε παραλείψεις στην ορθή εφαρμογή των πρακτικών πρόληψης τους. Σε αυτό προστίθεται και η έλλειψη φυσικών χώρων για τη σωστή απομόνωση των μολυσμένων ασθενών, ως εμπόδιο για την πρόληψη.
Επιπλέον, τονίστηκε η έλλειψη συστηματικής εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας σε θέματα πρόληψης και ελέγχου των νοσοκομειακών λοιμώξεων, η οποία αρχίζει από τα προπτυχιακά κιόλας έτη. Ανέφεραν ότι η εκπαίδευση γίνεται με έναν γενικό και αόριστο τρόπο και παρατηρούν την ύπαρξη ελλείμματος γνώσεων, όπως για παράδειγμα η αντίληψη ότι η υγιεινή των χεριών είναι μέσο προστασίας του εαυτού τους και όχι των ασθενών.
Επιπρόσθετα, οι επαγγελματίες υγείας ανέδειξαν την κουλτούρα ως εμπόδιο στην αλλαγή των εγκατεστημένων πρακτικών. Τόνισαν ότι η ιεραρχία είναι ένα εμπόδιο στον έλεγχο και την βελτίωση των συναδέλφων τους σε ότι αφορά σε ελλείμματα στην πρακτική της υγιεινής των χεριών. Συγκεκριμένα, ανέφεραν ότι ποτέ ένας νοσηλευτής δεν θα επισήμαινε σε ένα γιατρό ή ένας νεότερος σε έναν αρχαιότερο επαγγελματία υγείας ότι ακολουθεί λάθος πρακτικές. Επιπλέον, οι ερωτηθέντες ανέφεραν ότι θεωρούν πως ο «ελληνικός τρόπος» λειτουργίας δεν είναι η πρόληψη αλλά η αντιμετώπιση του προβλήματος μετά την εμφάνιση του.
Ακόμα, οι επαγγελματίες υγείας τόνισαν ότι νιώθουν πως η πρόληψη των λοιμώξεων δεν αποτελεί προτεραιότητα ούτε εθνικά ούτε τοπικά (στα εκάστοτε νοσοκομεία), εξ ου και οι δομές για τον έλεγχο των λοιμώξεων, τόσο στο κάθε νοσοκομείο όσο και σε εθνικό επίπεδο, είναι ανεπαρκώς ανεπτυγμένες.
Τέλος, οι ερωτηθέντες σημείωσαν ότι η αειφόρος αλλαγή θα απαιτήσει μια οργανωμένη προσέγγιση «από την κορυφή προς τα κάτω», με σαφώς καθορισμένους ρόλους και διαδικασίες, δεδομένου ότι οι περιορισμοί της ιεραρχίας είναι βαθιά ριζωμένοι στην ελληνική κουλτούρα. Αναγνώρισαν, πάντως, ότι η αλλαγή αν και δύσκολη δεν είναι αδύνατη και πρότειναν την συλλογή αξιόπιστων και υψηλής ποιότητας δεδομένων ως το κρίσιμο πρώτο βήμα για την αλλαγή των πεποιθήσεων, σε συνδυασμό με την διαπροσωπική επαφή.