Ο προσδιορισμός της επίδρασης που έχει στην υγεία το κάπνισμα τσιγάρων ή εναλλακτικών προϊόντων καπνού είναι σύνθετο ζήτημα. Τα νέα προϊόντα καπνού εμφανίζουν μειωμένες εκπομπές ουσιών αλλά παραμένει ασαφές το πώς αυτό μεταφράζεται σε μείωση των επιπτώσεων του καπνού του τσιγάρου για την υγεία των χρηστών.
Η ερευνητική μελέτη που παρουσιάζεται εδώ, με τίτλο «Μέθοδος για τη σύγκριση του αντίκτυπου των προϊόντων καπνού στην καρκινογένεση: μια μελέτη περίπτωσης του Θερμαινόμενου Καπνού έναντι των Τσιγάρων» των W. Slob, L. G. Soeteman-Hernández, W. Bil, Y. C.M. Staal, W. E. Stephens, και R. Talhout, η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Risk Analysis την 1η Μαΐου 2020, επιχείρησε να ρίξει φως σε αυτό το ζήτημα.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε με χρηματοδότηση του Οργανισμού Ασφάλειας Τροφίμων και Καταναλωτικών προϊόντων της Ολλανδίας (Netherlands Food and Consumer Product Safety Authority - NVWA), ενώ η κύρια συγγραφέας της μελέτης, Dr Reinskje Talhout, είναι παράλληλα κύρια ερευνήτρια στο RIVM Centre for Health Protection και επικεφαλής του Κέντρου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ / WHO) για τη Ρύθμιση και τον Έλεγχο Προϊόντων Καπνού (WHO Collaborating Centre for Tobacco Product Regulation and Control).
Το Κέντρο παρέχει επιστημονική υποστήριξη στην πρωτοβουλία του ΠΟΥ για την απαλλαγή από τη χρήση καπνού "Tobacco Free Initiative", και μεταξύ άλλων πραγματοποιεί εργαστηριακούς ελέγχους στον καπνό, παρέχει γνωμοδοτήσεις για τα νέα προϊόντα καπνού και άλλες σχετικές πληροφορίες.
Ο καπνός του τσιγάρου είναι ένα σύνθετο μείγμα που περιέχει περισσότερες από 7.000 ουσίες με διαφορετικές τοξικολογικές επιπτώσεις, αναφέρει η μελέτη.
Μεταξύ αυτών τουλάχιστον 63 είναι πιθανό να προκαλούν καρκίνο (USDHHS, 2014). Εκτός των διαφορετικών επιπτώσεων, υπάρχει το ζήτημα της διαφορετικής ικανότητας καρκινογένεσης – potency (δηλ. της δόσης αφετηρίας των επιπτώσεων στην υγεία) και της διαφορετικής βαρύτητας των επιπτώσεων (π.χ. καρκίνος έναντι ήπιων βλαβών στους πνεύμονες). Έχουν προταθεί διεθνώς, διάφορες μέθοδοι κατηγοριοποίησης του κινδύνου των ουσιών στον καπνό του τσιγάρου:
- η χρήση της τιμής κινδύνου με μονάδα εισπνοής, ή αλλιώς παράγοντας ικανότητας καρκινογένεσης (cancer potency factor - CPF),
- η χρήση μιας δόσης αναφοράς (benchmark dose - BMD), η οποία θεμελιώνεται στατιστικά και βασίζεται σε δεδομένα δοσοαπόκρισης.
Η διαφορετικότητα της μεθόδου της μελέτης
Η εκτίμηση του κινδύνου για καρκίνο (ως μία δυνητική επίπτωση από τη χρήση καπνού) εφαρμόζοντας τις τρέχουσες μεθόδους αξιολόγησης κινδύνου σε κάθε συστατικό του μίγματος ξεχωριστά, συνιστά ένα σχεδόν ανέφικτο έργο, λόγω του μεγάλου αριθμού ουσιών που περιέχει ο καπνός του τσιγάρου και δεδομένου ότι οι τρέχουσες μέθοδοι στοχεύουν στην αξιολόγηση της ασφάλειας παρά στην εκτίμηση των επιπτώσεων στην υγεία. Επιπλέον, οι ερευνητές της μελέτης βρήκαν ότι οι τιμές κινδύνου με μονάδα εισπνοής (μία από τις τρέχουσες μεθόδους αξιολόγησης του κινδύνου για καρκίνο) δεν παρέχουν καθόλου (ή ελάχιστες) πληροφορίες για τις σχετικές ικανότητες καρκινογένεσης των ουσιών.
Έτσι, εκτίμησαν τις εν λόγω ικανότητες των ουσιών με βάση ένα μοντέλο δοσοαπόκρισης, το οποίο θεωρούν την κατάλληλη (στατιστικά) μέθοδο για τον σκοπό αυτό.
Όπως αναφέρουν οι συγγραφείς στην περίληψη της μελέτης: «αναπτύξαμε μια μέθοδο που παρακάμπτει ορισμένα από αυτά τα προβλήματα εστιάζοντας στη μεταβολή της αθροιστικής έκθεσης (change in cumulative exposure - CCE) στις ουσίες που εκπέμπουν τα δύο υπό εξέταση προϊόντα.
Η μέθοδος αποτελείται από έξι βήματα.
Τα πρώτα τρία βήματα περιλαμβάνουν την ανάλυση δεδομένων που αφορούν τη συσχέτιση διαφορετικών δόσεων [των συστατικών του καπνικού προϊόντος] με τον καρκίνο, και δίνουν ως αποτέλεσμα παράγοντες σχετικής ικανότητας καρκινογένεσης με διαστήματα εμπιστοσύνης (CI). Το τέταρτο βήμα αξιολογεί δεδομένα εκπομπών, δίνοντας ως αποτέλεσμα διαστήματα εμπιστοσύνης για τις αναμενόμενες εκπομπές κάθε ουσίας. Το πέμπτο βήμα υπολογίζει τη μεταβολή της αθροιστικής έκθεσης σε ουσίες (CCE) με πιθανολογική ανάλυση και έχει ως αποτέλεσμα ένα εύρος αβεβαιότητας για τη CCE. Το έκτο βήμα εκτιμά τον σχετιζόμενο με την υγεία αντίκτυπο συνδυάζοντας τη CCE με σχετικές πληροφορίες δοσοαπόκρισης
Διεξήγαμε μια επεξηγηματική μελέτη περίπτωσης εφαρμόζοντας τη μέθοδο σε οκτώ καρκινογόνες ουσίες που βρίσκονται τόσο στις εκπομπές των προϊόντων θερμαινόμενου καπνού (HTP) -μιας νέας κατηγορίας προϊόντων καπνού- όσο και στον καπνό του τσιγάρου. Η μεταβολή της αθροιστικής έκθεσης σε ουσίες (CCE) εκτιμήθηκε ότι ήταν 10 έως 25 φορές χαμηλότερη στη χρήση HTP αντί τσιγάρου. Μια τέτοια μεταβολή υποδεικνύει μια σημαντικά μικρότερη μείωση στο προσδόκιμο ζωής, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών δοσοαπόκρισης σε καπνιστές. Ωστόσο, αυτό είναι ένα προκαταρκτικό συμπέρασμα, καθώς μέχρι στιγμής εξετάστηκαν μόνον οκτώ καρκινογόνες ουσίες. Επιπλέον, ο αντίκτυπος στην υγεία που συνδέεται με τα HTP παραμένει δυσμενής συγκριτικά με την πλήρη αποχή [από τη χρήση καπνού.
Η μέθοδός μας καταλήγει σε χρήσιμες πληροφορίες που μπορεί να βοηθήσουν αυτούς που χαράσσουν πολιτικές υγείας να κατανοήσουν καλύτερα τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν στην υγεία τα νέα προϊόντα καπνού και συναφή προϊόντα. Μια παρόμοια προσέγγιση μπορεί να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να συγκρίνει τις καρκινογόνες ιδιότητες άλλων μειγμάτων».
Πλεονεκτήματα της μεθόδου
Το κύριο πλεονέκτημα της προσέγγισης αυτής είναι ότι καθιστά ορατή την αβεβαιότητα (απροσδιοριστία) στην τελική εκτίμηση της μεταβολής της αθροιστικής έκθεσης (CCE), κάτι που δεν είναι δυνατό σε προσεγγίσεις που βασίζονται στον κίνδυνο με μονάδα εισπνοής. Όπως έδειξε ο πιθανολογικός υπολογισμός της CCE, η αβεβαιότητα αυτής της τιμής (εύρος 10-25 φορές) στη συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης είναι σχετικά μικρή, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η μείωση της αθροιστικής εκπομπής είναι σημαντική, ακόμη και για το κατώτερο όριο της εκτίμησης της CCE.
Μια άλλη προσέγγιση για τη συσχέτιση της μεταβολής της αθροιστικής έκθεσης (CCE) με επιπτώσεις στην υγεία, είναι η χρήση πληροφοριών δοσοαπόκρισης σε καπνιστές. Για παράδειγμα, μια πρόσφατη μελέτη (Inoue-Choi et al., 2018) συνέκρινε τους περιστασιακούς καπνιστές με αυτούς που καπνίζουν σε καθημερινή βάση (50 έναντι 600 τσιγάρα το μήνα) και διαπίστωσε ότι το προσδόκιμο ζωής και για τις δύο ομάδες μειώθηκε κατά 5 και 10 χρόνια, αντίστοιχα. Η διαφορά στην έκθεση στον καπνό του τσιγάρου (διαφορά των 50 έναντι 600 τσιγάρων/μήνα είναι λίγο πάνω από το 10πλάσιο) φαίνεται να σχετίστηκε με μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής κατά πέντε έτη. Καθώς αυτή η διαφορά στην έκθεση μεταξύ των περιστασιακών και των καθημερινών καπνιστών είναι παρόμοια με την τιμή μεταβολής της αθροιστικής έκθεσης (κατώτατο όριο) στο 10πλάσιο μεταξύ HTP και τσιγάρου, μπορεί να συναχθεί ότι η σχετική επίπτωση στην υγεία αυτής της μεταβολής (CCE) είναι σημαντική.
Ταυτόχρονα, αναφέρθηκε ότι οι περιστασιακοί καπνιστές είχαν μικρότερο προσδόκιμο ζωής κατά πέντε έτη σε σύγκριση με τους μη καπνιστές, και αυτό δείχνει ότι η χρήση του HTP θα εξακολουθούσε να σχετίζεται με σημαντική (πέντε χρόνια) μείωση του προσδόκιμου ζωής.
Χρησιμότητα για τις πολιτικές υγείας
Η μέθοδος αυτή παρέχει ένα εργαλείο αξιολόγησης του αντίκτυπου στην υγεία του ατόμου που μεταβαίνει από το κάπνισμα τσιγάρου σε νέα εναλλακτικά προϊόντα καπνού, το οποίο είναι χρήσιμο για τον σχεδιασμό πολιτικών υγείας. Ένα από τα αποτελέσματα της μεθόδου είναι ότι κάνει ορατό ένα εύρος αβεβαιότητας για τη μεταβολή της αθροιστικής έκθεσης (CCE) σε ουσίες, το οποίο από μόνο του παρέχει πληροφορία τουλάχιστον όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ διαφορετικών νέων προϊόντων καπνού. Κάνοντας ορατή την αβεβαιότητα της CCE σε ουσίες για κάθε ειδική περίπτωση, οι ιθύνοντες για τις πολιτικές γνωρίζουν εάν η διαθέσιμη επιστημονική πληροφορία είναι αδύναμη ή επαρκώς ισχυρή προκειμένου να στηρίξουν σε αυτή τις αποφάσεις τους.