Η απώλεια οσμής είναι ένα από τα συμπτώματα της λοίμωξης με COVID-19. Είναι σήμερα γνωστό και ευρέως αποδεκτό ότι η COVID-19 έχει επίπτωση στους υποδοχείς της οσμής και σχεδόν το 10% όσων αναφέρουν απώλεια της κατά τη διάρκεια της λοίμωξης, συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουν ότι ίδιο πρόβλημα 6 μήνες αργότερα.
Μία ομάδα ερευνητών επιχείρησε να μάθει πως είναι η ζωή χωρίς οσμή. Έτσι, συνεργάστηκε με τη φιλανθρωπική οργάνωση AbScent, που διαθέτει ένα online γκρουπ υποστήριξης για να άτομα με προβλήματα όσφρησης που επιμένουν ακόμα και μετά την ανάρρωση από την COVID-19. Τη στιγμή διενέργειας της έρευνας, πάνω από 9 χιλιάδες άτομα είχαν συμμετοχή στο γκρουπ.
Οι ερευνητές ξεκίνησαν να τους θέτουν ερωτήματα και οι απαντήσεις τους προκάλεσαν έκπληξη. Προτού προχωρήσουμε, όμως, πρέπει να προσδιοριστούν 2 όροι. Ανοσμία θεωρείται η πλήρη απώλεια της όσφρησης. Παροσμία συναντάται όταν οι φυσιολογικές μυρωδιές παραμορφώνονται, συνήθως δυσάρεστα. Η γεύση είναι αυτό που συλλέγεται από τους υποδοχείς στη γλώσσα. Η γεύση είναι η συνολική αισθητηριακή εμπειρία των τροφίμων, στην οποία η μυρωδιά είναι ο κύριος παράγοντας, αλλά εμπλέκονται και οι άλλες αισθήσεις. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν η γεύση (γλώσσα) σας είναι σε καλή κατάσταση, η απώλεια οσμής θα επηρεάσει σοβαρά τη γεύση.
Δεν μπορούν να απολαύσουν το φαγητό
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αναφέρθηκαν ήταν η αδυναμία απόλαυσης του φαγητού.
«Ήταν σαν να έσβησε η μύτη μου. Από 100% στο 0% μέσα σε 2 ώρες. Δε μπορούσα να μυρίσω τίποτα» ανέφερε κάποιος ενώ μία άλλη γυναίκα περιέγραψε την εμπειρία της ως εξής: «Θρηνώ για τις χαμένες αισθήσεις μου. Τέλος οι βραδιές κρασιού και τυριού ή ενός κοκτέιλ με τις φίλες μου».
Ένα φαγητό που ήταν ωραίο μία μέρα, την επόμενη μπορεί να ήταν αηδιαστικό. Έτσι, η απώλεια όσφρησης έκανε πολύ δύσκολη τη διαχείριση της καθημερινότητας. Δεν υπήρχε κανένας έλεγχος σε αυτήν τη συνθήκη.
Επίσης, το αποτέλεσμα στην όρεξη ήταν απρόβλεπτο. Όπως ήταν αναμενόμενο τα άτομα είχαν προβλήματα με την κατανάλωση φαγητού ειδικά όταν διαταράσσονταν συγκεκριμένες μυρωδιές. Κάποιοι ανέφεραν προβλήματα με τη διατροφή τους και κάποιοι σοβαρή απώλεια κιλών. Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι είπαν ότι απέκτησαν βάρος. Αυτοί συνήθως ήταν άτομα με ανοσμία που «κυνηγούσαν» την γεύση μετά την απώλεια της αίσθησης όσφρησης.
«Η ικανοποίηση του φαγητού απουσιάζει και βλέπω τον εαυτό μου να τρώει περισσότερο για να ικανοποιήσει αυτό το αίσθημα. Παίρνω βάρος για να ικανοποιήσω μία συνεχή ανάγκη που δε μπορεί να ικανοποιηθεί».
Εξαφανίστηκε το άρωμα του/της συντρόφου
Αλλά δεν είχε να κάνει μόνο με το φαγητό. Ακόμα πιο αποκαρδιωτική ήταν η επίδραση των αισθητηριακών αλλαγών στις στενές σχέσεις. Υπήρχαν πολλές αναρτήσεις όπου οι άνθρωποι περιέγραψαν τη μοναξιά του να μην μπορούν πλέον να μυρίσουν τον σύντροφό τους ή τα παιδιά τους. Και πάλι, μέχρι να την χάσεις δεν συνειδητοποιείς πόσο σημαντική είναι η μυρωδιά για την οικειότητα και τη σύνδεση. Ακόμα χειρότερη ήταν η επίδραση της παροσμίας:
«Η φυσική του οσμή με έκανε να τον θέλω. Τώρα με κάνει να ξερνάω» ανέφερε κάποιος.
Οι σχέσεις ορισμένων ανθρώπων με τον εαυτό τους και τον κόσμο είχαν επίσης αλλάξει. Μερικοί χωρίς αίσθηση οσμής ανέφεραν ότι αισθάνονται αποκομμένοι από τον εαυτό τους και τον κόσμο. Με την παροσμία, θα μπορούσε να είναι πιο ανησυχητικό ακόμα, με αηδιαστικές μυρωδιές που προκαλούνται από καθημερινές μυρωδιές, κάνοντας τον κόσμο να αισθάνεται ότι βρίσκεται σε ένα επικίνδυνο μέρος.
Για κάποιους αυτές οι αισθητηριακές αλλαγές ήταν, ευτυχώς, προσωρινές. Ωστόσο, μήνες μετά, πολλοί συνεχίζουν να βιώνουν το σύνδρομο LONG COVID και τις συνεπαγόμενε βαθιές αισθητηριακές αλλαγές, με όλη την αγωνία που αυτό φέρνει. Ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι η εκπαίδευση της όσφρησης βοηθά στην αισθητηριακή αποκατάσταση σε άλλες συνθήκες, είμαστε ακόμα στα αρχικά στάδια της κατανόησης και της ανάπτυξης θεραπειών για αυτό που ισοδυναμεί με μια πανδημία τροποποιημένης αίσθησης.
ΠΗΓΗ: theconversation