Η καφεΐνη θα μπορούσε να έχει θετική επίδραση στο βάρος, το ποσοστό σωματικού λίπους και τον κίνδυνο διαβήτη. Αυτό έδειξε μελέτη από τη Σουηδία για άτομα που, λόγω των γονιδίων τους, αναμένεται να έχουν αυξημένα επίπεδα στο πλάσμα μετά την κατανάλωση καφεΐνης.
Εισικότερα, τα υψηλότερα επίπεδα καφεΐνης στο αίμα φαίνεται πως ίσως και να μειώνουν τόσο το λίπος όσο και τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Η καφεΐνη έχει θερμογενετικά αποτελέσματα, συνεπώς και οι ερευνητές της μελέτης στηριζόμενοι σε αυτό το δεδομένο και με βάση τα αποτελέσματα από προηγούμενες βραχυπρόθεσμες μελέτες οι οποίες έχουν συνδέσει την πρόσληψη καφεΐνης με τη μείωση του βάρους και λίπους, απέδωσαν το παραπάνω συμπέρασμα.
Ακόμη, τα δεδομένα παρατήρησης έχουν δείξει συσχετίσεις μεταξύ της κατανάλωσης καφέ με χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακών παθήσεων.
Η επιστήμονας Σουζάνα Λάρσον, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Επιδημιολογίας, του Ινστιτούτου Καρολίνσκα, στη Στοκχόλμη της Σουηδία, και οι συνεργάτες της προσπάθησαν να απομονώσουν τις επιδράσεις της καφεΐνης από εκείνες άλλων συστατικών τροφίμων και ποτών, χρησιμοποιώντας δεδομένα από μελέτες κυρίως ευρωπαϊκών πληθυσμών για να εξετάσουν δύο συγκεκριμένες γενετικές μεταλλάξεις που έχουν συνδεθεί με μια πιο αργή ταχύτητα του μεταβολισμού της καφεΐνης.
Οι δύο παραλλαγές γονιδίων είχαν ως αποτέλεσμα «γενετικά προβλεπόμενες, δια βίου, υψηλότερες συγκεντρώσεις καφεΐνης στο πλάσμα», σημειώνουν οι ερευνητές, οι οποίες «και συσχετίστηκαν με χαμηλότερο δείκτη μάζας σώματος και λιπώδη μάζα, καθώς και χαμηλότερο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2» ανέφεραν.
Περίπου το ήμισυ της επίδρασης της καφεΐνης στον διαβήτη τύπου 2 εκτιμήθηκε ότι οφείλεται στη μείωση του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ).
Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε διαδικτυακά στις 14 Μαρτίου στο επιστημονικό περιοδικό BMJ Medicine.
«Αυτή η δημοσίευση υποστηρίζει υπάρχουσες μελέτες που υποδηλώνουν μια σχέση συσχέτησης μεταξύ της κατανάλωσης καφεΐνης και της αυξημένης καύσης λίπους», σημειώνει ο Στίφεν Λόρενς Αναπληρωτής Κλινικός Καθηγητής, του Πανεπιστημίου του Ουόρικ της Αγγλίας.
Η Καταρίνα Κως, Ανώτερη λέκτορας για το διαβήτη και την παχυσαρκία στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, τόνισε ότι αυτή η γενετική μελέτη «δείχνει συνδέσμους και πιθανά οφέλη για την υγεία για άτομα με συγκεκριμένα γονίδια που αποδίδονται στον ταχύτερο μεταβολισμό ως κληρονομικό χαρακτηριστικό και ενδεχομένως καλύτερο μεταβολισμό».
«Δεν μελετά ούτε συνιστά την κατανάλωση περισσότερου καφέ, κάτι που δεν ήταν ο σκοπός αυτής της έρευνας», είπε στο UK Science Media Centre.
Τι έδειξε η έρευνα και πώς διεξήχθη
Χρησιμοποιώντας την Μεντελιανή τυχαιοποίηση, η δρ Λάρσον και οι συνεργάτες της εξέτασαν δεδομένα που προήλθαν από μια μετα-ανάλυση συσχέτισης σε όλο το γονιδίωμα 9876 ατόμων ευρωπαϊκής καταγωγής από έξι μελέτες με βάση τον πληθυσμό.
Γενετικά προβλεπόμενες υψηλότερες συγκεντρώσεις καφεΐνης στο πλάσμα σε εκείνους που φέρουν τις δύο παραλλαγές γονιδίου συσχετίστηκαν με χαμηλότερο ΔΜΣ, με μία αύξηση τυπικής απόκλισης στην προβλεπόμενη καφεΐνη πλάσματος ίση με περίπου 4,8 kg/m 2 σε ΔΜΣ ( Ρ 0,001).
Για τη μάζα λίπους ολόκληρου του σώματος, μία τυπική απόκλιση αύξηση στην καφεΐνη του πλάσματος ισοδυναμούσε με μείωση περίπου 9,5 kg ( P 0,001). Ωστόσο, δεν υπήρχε σημαντική συσχέτιση με τη μάζα σώματος χωρίς λίπος ( P = 0,17).
Οι γενετικά προβλεπόμενες υψηλότερες συγκεντρώσεις καφεΐνης στο πλάσμα συσχετίστηκαν επίσης με χαμηλότερο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2 στη μελέτη FinnGen (αναλογία πιθανοτήτων, 0,77 ανά τυπική αύξηση, P 0,001) και στις κοινοπραξίες DIAMANTE (0,84, P 0,001).
Συνδυαστικά, η αναλογία πιθανοτήτων διαβήτη τύπου 2 ανά τυπική απόκλιση της αύξησης της καφεΐνης στο πλάσμα ήταν 0,81 ( P 0,001).
Η δρ Λάρσον και η ομάδα της υπολόγισαν ότι περίπου το 43% της προστατευτικής επίδρασης της καφεΐνης του πλάσματος στον διαβήτη τύπου 2 προκλήθηκε μέσω του ΔΜΣ.
Δεν βρήκαν καμία ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των γενετικά προβλεπόμενων συγκεντρώσεων καφεΐνης στο πλάσμα και του κινδύνου οποιουδήποτε από τα αποτελέσματα καρδιαγγειακής νόσου που μελετήθηκαν (ισχαιμική καρδιοπάθεια, κολπική μαρμαρυγή, καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικό επεισόδιο).
Η θερμογονική απόκριση στην καφεΐνη έχει ποσοτικοποιηθεί προηγουμένως ως αύξηση κατά 100 kcal κατά προσέγγιση στην ενεργειακή δαπάνη ανά 100 mg ημερήσιας πρόσληψης καφεΐνης, ποσότητα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μειωμένο κίνδυνο παχυσαρκίας.
Ένας άλλος πιθανός μηχανισμός είναι ο ενισχυμένος κορεσμός και η καταστολή της πρόσληψης ενέργειας με υψηλότερα επίπεδα καφεΐνης, λένε οι ερευνητές.
«Οι μακροχρόνιες κλινικές μελέτες που διερευνούν την επίδραση της πρόσληψης καφεΐνης στη μάζα λίπους και στον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 είναι δικαιολογημένες», σημειώνουν.
«Τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές είναι δικαιολογημένες για να αξιολογηθεί εάν τα μη θερμιδικά ποτά που περιέχουν καφεΐνη μπορεί να διαδραματίσουν ρόλο στη μείωση του κινδύνου παχυσαρκίας και διαβήτη τύπου 2».
Πηγή: medscape