Και ίσως όχι άδικα αφού η επιστήμη πίσω από τη διατροφική συμπεριφορά αποκαλύπτει ότι η διαδικασία της επιλογής τροφής, ο χρόνος και η ποσότητα είναι κάτι πολύ πιο περίπλοκο από την απλή βιολογική ανάγκη να εξασφαλίσουμε «καύσιμα» για το σώμα μας.
Οι ενδείξεις πείνας είναι μόνο μέρος της διαδικασίας, επισημαίνει ο Alexander Johnson, αναπληρωτής Καθηγητής Συμπεριφορικής Νευροεπιστήμης στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Οι οπτικές ενδείξεις που σχετίζονται με τα τρόφιμα μπορούν να διαμορφώσουν τις διατροφικές συμπεριφορές τόσο στους ανθρώπους όσο και στα ζώα, εξηγεί.
Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει, μια ολόκληρη σειρά από αισθητηριακά ερεθίσματα –θόρυβοι, μυρωδιές και υφές– μπορεί να συσχετιστούν με μια αίσθηση ευχαρίστησης που συνοδεύει την κατανάλωση φαγητού και έτσι να επηρεάσουν τις αποφάσεις που παίρνουμε σχετικά με το τι θα επιλέξουμε να φάμε.
Ο πολύπλοκος μηχανισμός
Σύμφωνα με τον Δρ. Johnson, οι πληροφορίες που λαμβάνουμε από εξωτερικά ερεθίσματα για κάποιο είδος τροφής επεξεργάζονται ταυτόχρονα με τα βιολογικά σήματα που μας δίνει το σώμα. Τα τελευταία δεν είναι άλλα από αισθήματα πείνας αφενός αλλά και εκτίμησης της πληρότητας που αντιλαμβάνεται το σώμα στο γαστρεντερολογικό του σύστημα.
Στην πραγματικότητα, τα αισθήματα πείνας ή κορεσμού είναι οι σημαντικές ενδείξεις που θα πρέπει να καθορίσουν τις αποφάσεις που παίρνουμε σχετικά με την κατανάλωση τροφής.
Οι ερευνητές προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουν αυτόν τον μηχανισμό χρησιμοποίησαν αρουραίους σε συνθήκες εργαστηρίου, στους οποίους παρείχαν τροφή μόνο όταν ήταν εντελώς νηστικοί και άρα πεινασμένοι ή εντελώς χορτάτοι. Έτσι αυτοί «αναγκάστηκαν» να βασίζονται στα αισθήματα πείνας ή κορεσμού για να υπολογίσουν τον χρόνο στον οποίο θα υπήρχε διαθέσιμη τροφή.
Αυτό που παρατήρησαν οι μελετητές ήταν ότι εάν ένας αρουραίος εκπαιδευτεί να περιμένει τροφή μόνο όταν πεινάει, θα είναι αδιάφορος στο να πλησιάσει την περιοχή όπου είναι διαθέσιμη τροφή όταν αισθάνεται χορτάτος, επειδή ακριβώς δεν περιμένει πια κάποιος να τον ταΐσει.
Ωστόσο, όταν οι επιστήμονες χορήγησαν στους αρουραίους γκρελίνη, μια ορμόνη που παρεμβαίνει στον μηχανισμό της πείνας, παρατήρησαν ότι αυτοί πλησίαζαν πιο συχνά το σημείο στο οποίο έμπαινε η τροφή τους. Η τεχνητή κατάσταση πείνας λειτούργησε δηλαδή ως ένα “διαγνωστικό σύνθημα” που τους οδήγησε στην αναζήτηση τροφής.
Ο τρόπος με τον οποίο το σώμα λειτουργεί και επιλέγει τρόφιμα, μπορεί να προσαρμοστεί, αν χρειάζεται, ακόμα κι όταν λείπουν βασικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν μια τροφή από την άλλη, λένε οι ειδικοί.
Ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό παράδειγμα αυτής της ικανότητας προσαρμογής προέρχεται από ποντίκια που με γενετική παρέμβαση δεν μπορούσαν να γευτούν την τροφή τους ωστόσο ακόμα έδειχναν προτίμηση σε συγκεκριμένα τρόφιμα αποκλειστικά λόγω της θερμιδικής τους περιεκτικότητας.
Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι το αίσθημα πείνας και η αντίληψη για τα θρεπτικά συστατικά που περιέχει κάποιο τρόφιμο δεν περιορίζονται στο στομάχι αλλά περιλαμβάνουν δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου όπως ο πλευρικός υποθάλαμος, καθώς και κέντρα του εγκεφάλου που εμπλέκονται στη μάθηση και τη μνήμη, όπως ο ιππόκαμπος.
Η θαυμαστή λειτουργία του «Vagus nerve»
Ο άξονας εντέρου-εγκεφάλου, δηλαδή η βιοχημική σύνδεση μεταξύ τους, επηρεάζει την διατροφική συμπεριφορά με πολλούς τρόπους. Πρωταγωνιστής σε αυτή την διαδικασία είναι το πνευμονογαστρικό νεύρο, που μεταξύ άλλων βοηθά στον έλεγχο της πεπτικής οδού.
Είναι το όργανο που μεταδίδει γρήγορα πληροφορίες θρεπτικών συστατικών στον εγκέφαλο και η ενεργοποίηση του μπορεί να προκαλέσει μια τόσο έντονη κατάσταση ευφορίας ώστε σε σχετικά πειράματα τα ποντίκια που χρησιμοποιήθηκαν δεν δίστασαν να τραυματιστούν προκειμένου να προσεγγίσουν τροφή που διέγειρε την λειτουργία του πνευμονογαστρικού τους νεύρου.
Αυτή η νευρολογική διαδικασία μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που αισθανόμαστε και συμπεριφερόμαστε, επισημαίνουν οι επιστήμονες. Στους ανθρώπους, προσθέτουν, η διέγερση του πνευμονογαστρικού νεύρου μπορεί να βελτιώσει τις ικανότητες μάθησης και τη μνήμης και να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της μείζονος κατάθλιψης.
Κάνοντας το σώμα μας σύμμαχο
Η ικανότητα του σώματός να χρησιμοποιεί εξωτερικές και εσωτερικές ενδείξεις για να ρυθμίζει τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε το είδος τροφής που θα καταναλώσουμε, υπογραμμίζει τις εντυπωσιακές διαδικασίες που εμπλέκονται στον τρόπο ρύθμισης των ενεργειακών αναγκών του σώματος μας.
Η λανθασμένη αντίληψη της ενδοδεκτικότητας, της αίσθησης δηλαδή που έχει το ίδιο το σώμα μας για το τι συμβαίνει μέσα του, σχετίζεται με μια σειρά από δυσλειτουργικές συμπεριφορές σίτισης, όπως οι διατροφικές διαταραχές.
Για παράδειγμα, η ανορεξία μπορεί να προκύψει όταν τα ενδοδεκτικά σήματα, όπως το αίσθημα της πείνας, δεν μπορούν να ενεργοποιήσουν το κίνητρο για φαγητό. Εναλλακτικά, η αδυναμία χρήσης του αισθήματος πληρότητας για να μετριαστεί η ευχαρίστηση που προσφέρει η κατανάλωση ενός νόστιμου φαγητού, θα μπορούσε να οδηγήσει σε επεισόδια υπερφαγίας.
Τα εναλλασσόμενα σήματα που μας δίνει το ίδιο το σώμα μας, παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση των καθημερινών μας διατροφικών προτύπων.
Κατά τη διάρκεια μιας εκτός ρουτίνας περιόδου όπως είναι οι μέρες της χριστουγεννιάτικης ανάπαυλας, πολλοί εξωτερικοί παράγοντες άγχους προβάλλονται στον τρόπο με τον οποίο τρώμε… ενδεικτικά, οι πολλές προσκλήσεις για φαγητό, η κοινωνική ανάγκη να συμμετέχουμε στα εορταστικά τραπέζια, μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα μας να «ακούμε» τις πραγματικές διατροφικές ανάγκες μας.
Ο εγκέφαλός μας όμως έχει εξελιχθεί ώστε να αντιλαμβάνεται σε πραγματικό χρόνο τα ενεργειακά μας ελλείμματα, καταλήγουν οι ειδικοί. Ενσωματώνοντας τα εργαλεία που μας παρέχει, μπορούμε αυτές τις γιορτές αντί να «τρώμε με τα μάτια» να ικανοποιήσουμε τις πραγματικές ενεργειακές μας ανάγκες χωρίς να υπερβάλλουμε.
Πηγή: Theconversation.com