Ειδικότερα στην ανακοίνωσή του ο ΙΣΑ αναφέρει τα εξής: «Η σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας με τον ΕΟΠΥΥ αποτελεί το σημαντικότερο συνδικαλιστικό δικαίωμα του ιατρικού σώματος και ύψιστη έκφανση της φύσης του Ι.Σ.Α., ως το πλέον αντιπροσωπευτικό επαγγελματικό σωματείο- συνδικαλιστικό όργανο των ιατρών της Αθήνας.
Η διεκδίκηση της σύναψης συλλογικής σύμβασης εργασίας μεταξύ Ι.Σ.Α. και ΕΟΠΥΥ αποτελεί μόνιμο και διαχρονικό αίτημα μας, ήδη από το 2012. Κάτι τέτοιο δεν επιτεύχθηκε δυστυχώς τότε, όταν κάποιοι από τα μέλη μας εσπευσμένα προέβησαν στη σύναψη ατομικών συμβάσεων, ματαιώνοντας τις προσπάθειές μας.
Τα αποτελέσματα ήταν σαφή και απτά: χωρίς καμία διαπραγματευτική δύναμη του ιατρικού σώματος επιβλήθηκε αλλά και συνεχίζει να επιβάλλεται σε βάρος των ιατρών ένα ληστρικό clawback.
Πετύχαμε όμως τότε μία σημαντική κατάκτηση: την πιστοποίηση όλων των γιατρών μελών μας κατοχυρώνοντας το αυτονόητο δικαίωμα στη συνταγογράφηση ανεξάρτητα από τη σύμβαση με τον ΕΟΠΥΥ.
Σήμερα, πρέπει να προχωρήσουμε και να δώσουμε στο ιατρικό σώμα της Αθήνας μία δεύτερη ευκαιρία: Αποτελεί απόλυτη πεποίθηση μας ότι ο ΙΣΑ μπορεί μέσα από μία συλλογική σύμβαση (αντίστοιχη με εκείνη των φαρμακοποιών και των φυσικοθεραπευτών) να εκπροσωπήσει επάξια τα συμφέροντα των ιατρών εκείνων που επιθυμούν να συμβληθούν με τον ΕΟΠΥΥ και να έχει μία διαπραγματευτική δύναμη με τον ΕΟΠΥΥ ώστε να εξασφαλιστεί επιτέλους μία αξιοπρεπής ιατρική αμοιβή των ιατρών της ΠΦΥ, όπως τους αξίζει.
Με βάση τη μέχρι σήμερα εμπειρία και πορεία του ΕΟΠΥΥ ο ΙΣΑ νοιώθει βαριά την ευθύνη να κάνει άλλη μία προσπάθεια για κάτι που είναι όμως εφικτό, αλλά μπορεί να γίνει μόνο με τη σύμπραξη των συμβεβλημένων με τον ΕΟΠΥΥ ιατρών.
Είναι ώρα ευθύνης και για τον κάθε ένα συμβεβλημένο ιατρό. Ο καθένας θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του και να πάρει την τύχη στα χέρια του.
Είναι επιτακτική η ανάγκη να δράσουμε συλλογικά, να εξουσιοδοτήσετε τον ΙΣΑ, να του δώσετε τη δύναμη να διεκδικήσει και να πετύχει μία συλλογική σύμβαση με τον ΕΟΠΥΥ. Είναι ο μόνος τρόπος για να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας όλων των συμβεβλημένων ιατρών και εν τέλει και η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών προς τον Έλληνα πολίτη».